Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Εάν ο Καίσαρ επείθετο, ότι η Λίγεια έκαμε μαγείας εις το βρέφος, ο Πετρώνιος ήτο δυνατόν να ευρεθή εις δυσάρεστον θέσιν, διότι κατ' αίτησίν του είχον οδηγήση την κόρην εις το παλάτιον. Εφοβείτο την οργήν του Καίσαρος, εβασίζετο όμως και επί της Ποππέας, ήτις τον εξετίμα και τον συνεπάθει.

Ο Βινίκιος δεν ήτο ολιγώτερον μεθυσμένος από τους άλλους. Το πρόσωπόν του το μελαψόν είχε γείνει μελανοκόκκινον και με το κολλώδες στόμα του εζήτει να περιπτυχθή την Λίγειαν και έλεγεν εις αυτήν μεγαλοφώνως: — Δος μου τα χείλη σου. Σήμερον ή αύριον τι διαφέρει! Αρκετά επερίμενα. Ο Καίσαρ σε ανέλαβεν από τους Αούλους διά να σε προσφέρη δώρον εις εμέ, Με εννοείς!

Εν τοσούτω ο Καίσαρ ηγέρθη. Το συμβούλιον έληξε. Ο Πετρώνιος επανήλθεν εις την οικίαν του, ενώ ο Νέρων και ο Τιγγελίνος μετέβαινον εις το άτριον της Ποππέας, όπου τους ανέμενον οι άνθρωποι, μετά των οποίων προηγουμένως είχε συνομιλήσει ο Τιγγελίνος.

Ο καπνός πνίγει τους κατοίκους οίτινες πίπτουν ασφυκτιώντες ή ορμούν εις το πυρ ως παράφρονες Η Ρώμη εχάθη, Καίσαρ! Επήλθε σιγή. Ο Βινίκιος συνοφρυωθείς έφερε την χείρα του εις το μέτωπον και εν εξάλλω παραφορά ανεφώνησε: — Άα! Αλλοίμονον εις εμέ, αλλοίμονον! Και ο νεανίας απορρίψας την τήβεννόν του, επήδησεν έξω της αιθούσης.

Αφού ετελείωσεν η εσπερίς, ο Καίσαρ, καθ' ην στιγμήν τον απεχαιρέτιζε, τον ηρώτησεν αίφνης με μοχθηράν χαράν εις τους οφθαλμούς: — Και ο Βινίκιος διατί αρά γε δεν ήλθε;

Επί δύο ημέρας ο Καίσαρ δεν έλαβε τροφήν και αν και το Παλάτιον επολιορκείτο από πλήθη συγκλητικών και πατρικίων, οίτινες υπέβαλλον τα συλλυπητήριά των, εκείνος δεν ήθελε να ίδη κανένα. Ο Πετρώνιος ήτο ευχαριστημένος, διότι είχε γείνει άφαντος η Λίγεια.

Ο Λιγειεύς ούτος, ήτο τώρα ημίθεος. Και αυτός ο Καίσαρ ήτο όρθιος. Αυτός και ο Τιγγελίνος, γνωρίζοντες την δύναμιν του ανθρώπου, είχον επίτηδες διοργανώσει το θέαμα εκείνο, λέγοντες καθ' εαυτούς ειρωνικώς: «Ας καταβάλη λοιπόν αυτόν, τον νικητήν του Κρότωνος, ο ταύρος, τον οποίον θα εκλέξωμεν δι' αυτόν».

Πρόσθεσε, κύριε, την γενναιοδωρίαν σου εις το ιδικόν μου βάρος, υπέλαβεν ο Χίλων· ειδεμή ο άνεμος θα παρασύρη το φιλοδώρημα. — Πράγματι, δεν αξίζεις όσον ο Βιτέλλιος, είπεν ο Καίσαρ. — Έ! θείε τοξότα, το πνεύμα μου δεν είναι από μόλυβδον. — Βλέπω ότι ο Νόμος δεν σου απαγορεύει να με ονομάζης θείον.

Την ωραιοτέραν γυναίκα του κόσμου έχεις εις την εξουσίαν σου. — Κλεισθήτε ωραία βλέφαρα, και ας μη ιδούν ποτέ τον χρυσούν Φοίβον βασιλικώτερα μάτια! Είναι στραβά το στέμμα σου· θα το διορθώσω, και έπειτα θα διασκεδάσω. Α’. ΦΥΛΑΞ. Πού είναι η βασίλισσα; ΧΑΡΜΙΟΝ. Σιγά, σιγά μη την ξυπνήσης. Α’. ΦΥΛΑΞ. Ο Καίσαρ έπεμψεΧΑΡΜΙΟΝ. Πολύ αργός ταχυδρόμος. Έλα γρήγορα· μόλις σε αισθάνομαι.

Και στραφείς προς την νεάνιδα είπεν: — Λίγεια, ανετράφης εις την οικίαν μας και σε αγαπώμεν, η Πομπονία και εγώ, ως θυγατέρα μας. Αλλ' εις τον Καίσαρα ανήκει η κηδεμονία σου. Λοιπόν την στιγμήν αυτήν ο Καίσαρ σε απαιτεί. — Άουλε, ανέκραξεν η Πομπονία, ο θάνατος θα ήτο προτιμότερος δι' αυτήν. Η Λίγεια περιμαζευμένη εις τας αγκάλας της επανελάμβανε: — Μητέρα μου! μητέρα μου!

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν