Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
ΞΟΥΘΟΣ Έτσι θα γίνη. — Αλλά ποιος είν' ο προφήτης του θεού; ΙΩΝ Μόνο στα έξω είμ' εγώ• στα μέσα είνε άλλοι, είνε οι πρώτοι των Δελφών, που κάθονται τριγύρω στον τρίποδα το μαντικό, και βγαίνουν με τον κλήρο.
Επειδή δε ο Καραϊσκάκης επιμένων δεν έδιδε γνώμην να φύγωσι, τινές των αξιωματικών προσκαλούντες και τους άλλους εις την φυγήν ενώπιον του Καραϊσκάκη, είπον ότι δεν κάθονται να γένωσι θύματα της φιλοδοξίας του Καραϊσκάκη, τότε ο Καραϊσκάκης απεκρίθη με αγανάκτησιν «Πηγαίνετε όπου αγαπάτε. Ο Καραϊσκάκης θέλει επιμείνει εις την θέσιν του, και ας χαθή.
Οι Φράγκοι όπου πέρασαν, τα ίδια έκαναν, χωρίς συνθήκες όμως. Κάθονται ήσυχοι οι χριστιανοί, κάνουν τις διάφορες αγγαρείες, πληρώνουν τους φόρους, κανονικούς και ακανόνιστους; Τι άλλο ήθελε ο κυρίαρχος; Αυτά γίνονταν αιώνες, και ως τα τώρα.
Ο Διονυσόδωρος τότε και ο Ευδύθημος, όταν τον είδαν, εσταμάτησαν πρώτα και κάτι άρχισαν να λέγουν μεταξύ των, ενώ από καιρόν εις καιρόν έστρεφαν τα βλέμματά των προς ημάς — διότι τους παρακολουθούσα εγώ με πολλήν προσοχήν· τέλος πλησιάζουν και κάθονται και αυτοί, ο Ευθύδημος κοντά εις τον νέον και ο Διονυσόδωρος αριστερά μου· οι άλλοι επήραν θέσιν όπως έτυχεν ο καθένας.
— Ένας κάθεται υπερήφανος 'σάν βασιλεύς, μόνος! Εκεί κάθονται κουβάρι! Εκεί, κοιμώνται οι 'μισοί, και όταν σταματήση ο καπνόν αποπνέων Δράκων, κατεβαίνουν έξω και πηγαίνουν τον δρόμον των! Αι Σκέψεις πηγαίνουν έξω εις τον κόσμον!» Και εγέλα. — Εκεί κατρακυλά πάλιν μία χιονοστιβάς!» είπαν κάτω μέσα εις την κοιλάδα.
— Όμως πώς κάθονται οι δύο τους πάντοτε ο ένας κοντά εις τον άλλον», έλεγεν η γάτα του δωματίου. «Τώρα έχω να μιαουρίσω πολλά!»
Ο Κατής τον εξετάζει διατί θέλει να αναχωρήση από εκεί, και ο Κουλούφ του απεκρίθη, ότι έχω παραγγελίαν από τον πατέρα μου τον Μασούδ, ότι εκεί που κάθονται οι εχθροί μου να μη σταθώ ούτε ημέραν, και διά τούτο πρέπει να αναχωρήσω με την γυναίκα μου, η οποία το επιθυμεί περισσότερον από εμένα.
Αυτοί κάθονται άλλοι κατάχαμα, άλλοι σε πέτρες ή σε χοντρόσκαμνα, συντροφιές συντροφιές, τριγύρω σε χαμηλούς ταβλάδες έτοιμοι να τιμήσουνε το πλουσιοπάροχο δείπνο.
«Πατέρα, δεν μου ετοίμαζες ένα υψηλόν αμάξι καλότροχο, τα ολόλαμπρα φορέματα να πάρω, 'που κάθονταί μου ακάθαρτα, να πλύνω εις το ποτάμι; κ' εσένα πρέπει, οπ' έξοχος 'ς τους πρώτους μέσα υπάρχεις. 60 εις ταις βουλαίς να κάθεσαι μ' ενδύματα καθάρια• και πέντ' έχεις 'ς το σπίτι σου υιούς αγαπημένους, δυο νυμφευμένους, και άλλους τρεις, καμαρωμέν' αγόρια• και αυτοί θέλουν με νηόπλυτα πάντοτε να πηγαίνουν εις τον χορό• και γι' όλ' αυτά φροντίζω εγώ και μόνη». 65
Κ' οι καπετανέοι μας, πού είν' οι καπετανέοι μας με τις χρυσές καδένες και τα μεταξωτά μαντήλια; Κάθονται στον καφενέ κι' αγναντεύουν το πέλαγο. Άλλοι γένηκαν μπακάληδες κι' άλλοι μπαλωματήδες να βγάλουν το ψωμί τους. Ψωμί, ψωμάκι! Κ' οι καπετάνισσες, πούνε οι καπετάνισσες, με τα μεταξωτά και τα χρυσάφια; Φουστάνι δεν έχουνε να παν στην εκκλησιά.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν