United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τέλος η άρκτος έφθασε με βαρύ βήμα εις την κονίστραν, ταλαντεύουσα δεξιά και αριστερά την χαμηλωμένην κεφαλήν της και, ρίχτουσα βλέμματα προς τα οπίσω, εφαίνετο σκεπτομένη ή ζητούσα κάτι. Ιδούσα τον σταυρόν και το γυμνόν σώμα, επλησίασεν, ηνωρθώθη, ωσφράνθη.

Ο Γύφτος και η Αϊμά διευθύνθησαν εις το κέντρον του χωρίου, όπου ηγόρασαν τροφάς και εξήλθον εκείθεν σπεύδοντες. Η γυνή σταθείσα παρά τινα γωνίαν παρετήρει αυτούς μακρόθεν. Ιδούσα δε γειτόνισσάν τινα, την έκραξε·Βλέπεις εκεί; — Ποίος είνε; — Εκείνος ο άνθρωπος με το κορίτσι που σέρνει από το χέρι... — Βλέπω. — Μου φαίνεται παράξενο. — Διατί;

Τούτο το όνειρον ιδούσα, πάντα τρόπον μετεχειρίσθη διά να μη αποδημήση ο Πολυκράτης προς τον Οροίτην, τόσον ώστε και όταν ακόμη μετέβαινεν εις την πεντηκόντορον του, εκείνη τον ηκολούθει και εφώναζεν.

Ώθησεν αυτήν, και εξεπλάγη ιδούσα ότι ήτο ανοικτή. Στενή κλίμαξ ήτο ενώπιόν της άγουσα προς το δώμα, όπου έπρεπε να κατοική η ξένη, αν υπήρχε τοιαύτη και δεν ήτο πλάσμα της φαντασίας. Η Βεάτη έθηκεν αποφασιστικώς τον πόδα επί της πρώτης βαθμίδος, και αι σεσαθρωμέναι σανίδες έτρεμον υπό τα γόνατά της. Ευρώς και υγρασία διέπνεε διά των χωρισμάτων τούτων.

Μεγάλην εξέφρασεν έκπληξιν η γειτόνισσα, το Ζερμπινιώ, ιδούσα τη ημέρα των Χριστουγέννων του 187 . . . την θειά-Αχτίτσα φορούσαν καινουργή μανδήλαν, και τον Γέρο και την Πατρώνα με καθαρά υποκαμισάκια και με νέα πέδιλα.

Ιδούσα τούτο η νοννά, έκραξε την Αθηνιώ, εικοσαετή την ηλικίαν δουλεύτραν της, ήτις ήτο και αυτή μία των βαπτιστικών της, και τη ενεπιστεύθη την μικράν, συστήσασα αυτή αυστηράν επαγρύπνησιν.

Ήλπιζε δε να κατορθώση εν τω μεταξύ να περιορίση τον πατέρα του, και ν' αντισταθή απηλπισμένως κατά των πολιορκούντων την είσοδον της καλύβης. Αλλ' ουδέ ούτος προείδε τι έμελλε να συμβή. Ιδούσα η Αϊμά ότι ο Μάχτος είχε συλλάβει στιβαρώς τον πατέρα του με τας δύο χείρας, δεν έχασε καιρόν.

Δεν μου λέγετε, ποίος άνθρωπος έχων δυσθυμίαν, είναι τόσον γενναίος, ώστε ν' αποκρύπτη αυτήν, να την φέρη μόνος, χωρίς να καταστρέφη την χαράν των περί αυτόν; Ή, δεν είναι αυτή μάλλον μία εσωτερική αθυμία διά την ιδίαν μας αναξιότητα, μία δυσαρέσκεια καθ' ημών αυτών, συνδεδεμένη πάντοτε με φθόνον που εξεγείρεται εξ αιτίας μωράς ματαιότητος; Βλέπομεν ευτυχείς ανθρώπους, τους οποίους ημείς δεν καθιστώμεν ευτυχείς και τούτο μας είναι ανυπόφορον. — Η Καρολίνα μου προσεμειδίασεν ιδούσα την συγκίνησιν με την οποίαν ωμιλούσα, έν δε δάκρυ εις τον οφθαλμόν της Φρειδερίκας με παρώρμησε να εξακολουθήσω. — Αλλοίμονον εις εκείνους, είπα, που μεταχειρίζονται την δύναμιν που έχουν επί μιας καρδίας, διά να της αφαιρέσουν τας αθώας τέρψεις, αι οποίαι βλασταίνουν απ' αυτήν.

Έν μόνον δύναμαι ειλικρινώς να εξομολογηθώ εις τους περιεργοτέρους, ότι παράδοξον ησθάνθην έκπληξιν, ιδούσα αίφνης μεταμορφουμένην την μεν θαλαμηπόλον εις ζωγράφον, την δε κυρίαν μου εις εικόνα. Μη με ερωτήσετε λεπτομερείας. Δεν τας λέγω, διότι εντρέπομαι.

Ήσαν λοιπόν και οι δύο εις μεγάλην φροντίδα περί αλλήλων, ο μεν ανησυχών διά τον τοκετόν της γυναικός του, η δε ανησυχούσα διότι ο Άρπαγος έστειλε και εζήτησε τον άνδρα της, πράγμα ασύνηθες. Άμα δε ούτος επέστρεψεν, η γυνή, ιδούσα αυτόν σχεδόν ανελπίστως, τον ηρώτησε πρώτη διά ποίαν αιτίαν ο Άρπαγος τον εζήτησε με τόσην βίαν.