United States or Panama ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η καρδιά μου, Μαρία, η καρδιά μου. Γιατί μέσα στα βάθη της εφύλαξα πάντα ένα μικρό κι' αγνό κι' ωραίο μέρος, κ' έκρυψα κει ό,τι από την ανάμνησίν σου μου έμεινε καλό κ' ευγενικό. Ναι! μέσα στη ζωή μου, την ψεύτικη, την κτηνώδη των είκοσι αυτών χρόνων, η μόνες στιγμές αληθινής χαράς που αισθάνθηκα, ήσαν εκείνες που μου θύμιζαν την περασμένη μας ευτυχία.

Όλ' αυτά όμως δε με συγκινούσαν καθόλου. Όπως δε με συγκινούσαν και οι χειρονομίες του, και τα λόγια του και οι ελληνικούρες του, η ομιλία του η παράξενη, ένα ανακάτωμα από εκκλησιαστικά ρητά και καραβίσια λόγια, που θύμιζαν τον παληό μούτσο και το παληό καλογεροπαίδι του Αγίου Όρους. Τίποτε δε με συγκινούσε.

Ενώ η Κώσταινα βρίσκονταν μοναχή της, με τες σκέψες της και με όσα της θύμιζαν τα σαράντα χρόνια του ζωντανού ξεχωρισμού, κι' η λειτουργιά είταν στο «&εξαιρέτωςανοίγει απ' έξω η θύρα της εκκλησιάς και μπαίνει μέσα με βαρυά πατήματα άνθρωπος ψήλος και δασύς, ηλικίας πενήντα χρονών και παραπάνω, με φορέματα ξενιτεμένου, κι' από τη θύρα πώμενε πίσω του μισογυρισμένη μπήκε και το φως της ημέρας, που άρχισε να ξανοίγη, κι' ακούστηκε το λάλημα του κυπριού «τριγκ... τριγκ... τριγκκκκ».

Κάτω από το δέντρο, οι βοσκοί καθισμένοι καταγής, οι γυναίκες με τα κάνιστρα στο χέρι, ο παπάς με ένα δισάκι ριγμένο στους ώμους σαν σάλι για να προφυλαχτεί από την υγρασία, τα παιδιά που γελούσαν, τα σκυλιά που κουνούσαν την ουρά και κοίταζαν τ’ αφεντικά τους μες στα μάτια περιμένοντας να γλείψουν το κόκαλο, όλα θύμιζαν τη γλυκιά γαλήνη μιας βιβλικής σκηνής.

Η Γκριζέντα πράγματι ήταν αδύνατη και χλωμή, άγουρη ακόμα, αλλά κάπως μαραμένη. Κάποιες κινήσεις του άσαρκου λαιμού της και του κιτρινισμένου προσώπου της θύμιζαν εκείνες της γιαγιάς της. Τα μάτια της μόνο έλαμπαν μεγάλα και καθάρια, γεμάτα μ’ ένα φως μελαγχολικό και συνάμα δόλιο, όπως το νερό κάτω στους βάλτους, ανάμεσα στα βούρλα της πεδιάδας. «Ο καφές μου κρύωσε.