United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' εγώ δύναμαι να ορκισθώ ότι ουδείς εκ των θεών θα δυσαρεστηθή εάν ο Περεγρίνος αποθάνη με κακόν θάνατον. Αλλά και αν θέλη, δεν του είνε πλέον εύκολον να υποχωρήση• διότι οι Κυνικοί μαθηταί του τον παρορμούν και τον ωθούν προς την πυράν και τον ενθαρρύνουν και δεν του επιτρέπουν ν' αποδειλιάση• εάν δε συμπαρασύρη εις την πυράν και δύο εξ αυτών, τούτο θα είνε η μόνη του καλή και ωραία πράξις.

Κι' αν οι οχτροί μας μελίσσι πέσουνε στη χώρα μας, καλώς τους να κοπιάσουν. Το χέρι ετούτο δεν απόκαμε ποτέ κρατώντας τάρματα. Κι' αν θέλη ο βασιλιάς ο πατέρας μου να κάνη χάρισμα στους οχτρούς του, έχει χώρες και θησαυρούς κι' ας τους χαρίση. Κι' αν θέλη να διαφεντέψω τη χώρα του, το αίμα μου είναι δικό του κι' ας το χύση στα πόδια τους.

Πεσών εις τους πόδας Του με διακοπτομένας λέξεις του λέγει ότι το θυγάτριόν του, το μόνον του θυγάτριον, αποθνήσκει, απέθανεν· αλλ' όμως, εάν θέλη μόνον Αυτός να έλθη και να ψαύση αυτήν με την χείρα Του, θα ζήση.

Και καθ' εκάστην η χήρα υπέφερε το μαρτύριον να θέλη και να μη δύναται να εκστομίση το μυστικόν το οποίον κατέκαιε την καρδίαν της. Ενίοτε μόνον απετόλμα, ενώ του ωμίλει, να προστρίβεται, ως γαλή, εις τα ενδύματά του, αλλ' αμέσως απεσύρετο με ταραχήν, ως να ήγγιζε φλόγα.

Αν εξετάσωμεν δε πρώτον την τραγωδίαν από το εξωτερικόν, θα ίδωμεν ότι είνε φρικτόν και φοβερόν θέαμα να βλέπωμεν άνθρωπον υπερύψηλον, ορθούμενον επί υποδημάτων υψηλών, ο οποίος φορεί προσωπίδα υψηλοτέραν της κεφαλής και ανοίγει στόμα υπερμέγεθες, ως να θέλη να καταπίη τους θεατάς.

Ναι, είναι, είπεν ο Κέβης. Η δε ψυχή λοιπόν, το αόρατον πράγμα, το οποίον πηγαίνει εις άλλον τόπον ωσάν αυτήν, ευγενή και καθαρόν και αόρατον, δηλαδή εις την κατοικίαν του Άδου, τη αληθεία πλησίον εις τον αγαθόν και σοφόν Θεόν, όπου, αν θέλη ο Θεός, μετ' ολίγον και η ιδική μου ψυχή θα υπάγη, αυτή λοιπόν η ψυχή, η οποία είναι τοιαύτη, και τοιουτοτρόπως έγεινεν εκ φύσεως, αφ' ού χωρισθή από το σώμα, θα διαλυθή και θα την χάσωμεν αμέσως, καθώς λέγουν οι περισσότεροι άνθρωποι; Αδύνατον είναι, αγαπητέ Κέβη και Σιμμία.

Πολλοί μας την τσαμπούνισαν, άλλοι την ψάλανε σα χερουβικό! Μα κανένας ακόμα δε μας την κελάιδησε σαν ταηδόνι. Ήρθαμε κι από τον τηλέγραφο γληγορώτερα. Τίποτις δεν τον ξεπερνάει στη γληγοράδα το νου, σώνει μονάχα να θέλη να τρέξη ο νους. Λεν πως και το φως πολύ γλήγορα τρέχει. Αυτό δεν το πολυπιστεύω.

Ο γέροντας πρώτος, απλωμένος προύμυτα στην πλάκα, τα χοντρά χείλη του ανοίγει φάραγγας, δείχνει τα δόντια του σαν να θέλη να χάψη τα πέλαγα. Τα δύο του παιδιά επάνω ανασκελωμένα, σηκώνουν τα μάτια με πόνο στον ουρανό, λέγεις και γυρεύουν το έλεος. Δίπλα ο ανεψιός με τη σαγώνα ξεκλειδωμένη μορφάζει απαίσια σαν να αισθάνεται ακόμη τον πόνο του.

Την αρετήν μου αυτήν, ωιμέ, συγχώρεσέ μου·το πάχος των ασθματικών τούτων καιρών μας πρέπ' η Αρετή και αυτή να παίρνη της Κακίας συγχώρεσιν, και, όταν θέλη να της κάμη καλό, την άδειαν θα ζητή σκυμμένη εμπρός της. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αχ! την καρδιά μου, Αμλέτε, μώσχισες εις δύο. ΑΜΛΕΤΟΣ Ω! ρίξε πέρα το χειρότερο της μέρος, και ζήσε τόσο καθαρώτερη με τ' άλλο.

Αλλά σεις, σαν πιστοί μου άρχοντες του Λοοννουά που είσθε, μου οφείλετε την συμβουλήν σας: Αν λοιπόν κανείς σας θέλη να μου συμβουλέψη άλλη, απόφασι καλλίτερη, ας σηκωθή κι' ας μιλήση!». Αλλά όλοι οι βαρώνοι τον παίνεψαν με δάκρυα στα μάτια, και ο Τριστάνος, παίρνοντας μαζύ του μόνον τον Γκορνεβάλη, έφυγε για τη χώρα του Βασιληά Μάρκου.