United States or American Samoa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βασιλεύς και ο βεζύρης βλέποντας πού εκατοικούσεν, ευθύς επήγαν διά να τον εύρουν. Ο διδαχτής τους εδέχθηκε με μεγάλον σέβας· και έπειτα τους ηρώτησεν, αν είχαν τίποτε διά να τον προστάξουν. Τότε ο Βεδρεδίν εβγάζει μίαν σακκούλαν με φλωριά και την βάνει εις το χέρι του διδαχτή λέγοντάς του. Εγώ σου κάνω τούτο το δώρον με συμφωνίαν όμως ότι να μου φανερώσης τα έσωθεν της καρδίας σου.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ Εάν σ' ιδούν σ' εσκότωσαν! ΡΩΜΑΙΟΣ Αλλοίμονονεμένα! Φοβούμαι περισσότερον το ιδικόν σου μάτι, παρά σπαθιά των είκοσι. — Με γλύκαν κύτταξέ με, και ούτε συλλογίζομαι την ιδικήν των έχθραν. ΙΟΥΛΙΕΤΑ Δεν ήθελα να σε ιδούν διά τον κόσμον όλον. ΡΩΜΑΙΟΣ Δεν έχει φόβον της νυκτός το ράσον με σκεπάζει, φθάνει εσύ να μ' αγαπάς, κι’ ας μ' εύρουν δεν με μέλει!

Άλλο Δωμάτιον εις το ΚΑΣΤΕΛΙ Εισέρχεται ΒΑΣΙΛΕΑΣ με ακολουθίαν. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Έστειλα να τον φέρουν κ' ενταυτώ να εύρουν το σώμα· ο κίνδυνος δεν παύει κ' είναι μέγας, ενόσω αυτός μένει λυτός.

Διότι, νομίζω, φίλε Θεαίτητε, πολλάκις συναντάς ανθρώπους συζητούντας τα τοιαύτα, οι οποίοι κάποτε είναι γεροντότεροι, και επειδή αισθάνονται την έλλειψιν της φρονήσεως ως μεγάλην πτωχείαν, θαυμάζουν αυτά τα πράγματα, και ωρισμένως νομίζουν ότι είναι μεγάλη σοφία να το εύρουν αυτό. Θεαίτητος. Βεβαιότατα. Ξένος.

Αυτό όμως το έχουν και οι μεθυσμένοι, δηλαδή γίνονται αισιόδοξοι, όταν όμως τα εύρουν άσχημα, τότε παίρνουν δρόμον. Του ανδρείου όμως ιδιότης είπαμεν ότι είναι να αναμένη όσα φαίνονται και είναι και πραγματικώς φοβερά εις κάθε άνθρωπον, διότι αυτά είναι καλόν, το δε να μη αναμένη είναι αίσχος.

Δι' αυτά δε ας είναι αυστηροί επιθεωρηταί οι νομοφύλακες, ώστε ή να μη γίνωνται εξ αρχής ή, αφού γίνουν, να εύρουν την ανταξίαν τιμωρίαν.

Μ' άκουσε αυτό που ξέρω: Λέγουν ότι στην ένδοξη Αθήνα είνε ντόπιες και όχι ξένες η γενειές, και δυο κακά θα μ' εύρουν! ξένος θαν' ο πατέρας μου και νόθος θαμ 'εγώ. Έχοντας τούτη τη ντροπή, αδύνατος θα μείνω, και θα με λένε τίποτα, χωρίς καμμιάν αξία.

Μη κι' αυτά δεν ζουν με ό,τι εύρουν; ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Καϋμένο συ πουλάκι μου! Και ούτε θα φοβήσαι παγίδα, δίκτυ, 'ξόβεργα; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Να φοβηθώ τι έχω; Με όλ' αυτά δεν κυνηγούν μικρά μικρά πουλάκια. — Δεν 'πέθαν' ο πατέρας μου, και ό,τι θέλεις λέγε! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΔΩΦ Απέθανε, παιδάκι μου, και πού θα εύρης άλλον; Ο ΥΙΟΣ ΤΗΣ Και συ, μαννούλα μου καλή, πού θαύρης άλλον άνδρα;

Και γι' αυτό δεν έζησε, ούτε όσο ζουν τα ωραία όνειρα. Ήταν το ναρκωτικό που έπινα για να σε ξεχάσω, και τώρα άρχισε να με κουράζη... Φεύγω. Κάποιος έρχεται. Δεν θέλω να μας εύρουν μαζή. Μαρία! Μ α ρ ί α Μ' έβαλεν η μητέρα σου εκεί. Μη μ' εγγίζης. Μου κάνεις φρίκην. Μαρία μου, συγχώρησε με. Μια παλιά συμπάθεια. Μαρία μου! Συγχώρησε με. Μη με εγγίζης. Μου κάνεις φρίκη!

Οι ρήτορες πού σας ευχαριστούν με τους λόγους των δύνανται να εύρουν στάδιον εις άλλας περιστάσεις ολιγώτερον σπουδαίας από την παρούσαν, και όχι τώρα, ότε η μεν πόλις βραχείαν ηδονήν απολαύσασα θέλει ζημιωθή μεγάλως, αυτοί δε θέλουν πληρωθή καλώς διά την καλήν ομιλίαν των.