United States or Armenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ποίους εννοείς, ηρώτησεν εκείνη, τους γινώσκοντας όλους ή τους μη γινώσκοντας; — Όλους μαζή. Και εκείνη γελάσασα: — Και πως είνε δυνατόν, είπεν, ω Σώκρατες, να δέχωνται αυτόν ως μέγαν θεόν εκείνοι οι οποίοι ουδέ ως θεόν καν τον δέχονται; — Ποίοι είνε αυτοί; ηρώτησα εγώ. — Ένας συ, είπε, και μία εγώ. Και εγώ τότε: — Πώς λέγεις τούτο; ηρώτησα. Εκείνη δε: — Εύκολα θα σου απαντήσω, είπεν.

ΠΡΟΣΠ. Προβατείτε, ακολουθάτε·πάψε να μιλής γι' αυτόν. Έν' άλλο μέρος του νησιού. Μπαίνουν, ο ΑΛΟΝΤΖΟΣ, ο ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΣ, ο ΑΝΤΩΝΙΟΣ, ο ΓΟΝΖΑΛΟΣ, ο ΑΔΡΙΑΝΟΣ, ο ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ, και άλλοι. ΑΛΟΝΖ. Πάψε παρακαλώ σε. ΣΕΒΑΣΤ. Του αρέσει η παρηγοριά ωσάν το κρύο ζουμί. ΑΝΤΩΝ. Ο ιατρός μας δεν χάνει τόσο εύκολα την ελπίδα. ΣΕΒΑΣΤ. Τήραξε, ολοένα σηκώνει τωρολόι του μυαλού του· σ' ολίγο βαρεί. ΓΟΝΖ. Κύριε, —

Τους ψιλούς όμως τους έτρεπον εις φυγήν πανταχού όπου επλησίαζον πολύ· αλλ' ούτοι, ελαφρώς ωπλισμένοι, εμάχοντο υποχωρούντες και έφευγαν εύκολα πριν τους φθάσουν, ένεκα της ανωμαλίας των μερών, τα οποία, ακατοίκητα έως τότε, ήσαν δύσβατα, και οι Λακεδαιμόνιοι, βαρέως ωπλισμένοι, δεν ηδύναντο να καταδιώξουν αυτούς.

Τόσον προσφιλή, τόσον οικείον δεν ηύρα εύκολα άλλον τόπον και εκεί διατάσσω και μου φέρουν από το ξενοδοχείον το τραπεζάκι μου και την καρέκλαν μου, πίνω τον καφέ μου εκεί και αναγινώσκω τον Όμηρόν μου. Όταν για πρώτη φοράς τυχαίως ένα απομεσήμερο ήλθα υπό τας φιλύρας, ηύρα τον τόπον ολότελα έρημον.

Τα σκάνδαλα είχανε ξεχασθή, γιατί ο κόσμος λησμονεί εύκολα και οι ίδιοι οι διώχτες του τον εδέχτηκαν πάλι. Ίσως είχαν ελπίδα πως θα εδιωρθώθηκε. Μα δε βαριέσαι, μετά καιρό, τα ίδια και πάλι φωνές, ταραχή, καυγάδες, βρωμόλογα και στο τέλος διώξιμο νύχτα!

Εγώ λοιπόν εχύμισα καταπάνω του για να το πιάσω, επειδή φοβήθηκα μήπως με τα πηδήματά του σπάση τις σμερτιές και τις ροϊδιές. Μα εκείνο γλήγορα κ' εύκολα ξέφευγε και πότε έτρεχε κάτω από τις ροϊδιές και πότε κρυβότανε κάτω από τις παπαρούνες σαν περδικόπουλο.

Άλλοι εις άλλα μέρη ευρίσκονται εις μεγάλην κίνησιν και ενώ φαίνονται ότι τρέχουν, πηδούν και μένουν εις το αυτό μέρος ή πηδούν υψηλά και λακτίζουν τον αέρα. Θέλω λοιπόν να μάθω ποίον καλόν σκοπόν δύνανται να έχουν αυτά. Εις εμέ φαίνεται μάλλον ως τρέλλα το πράγμα και δεν θα δυνηθή κανείς εύκολα να με πείση ότι είνε στα καλά των αυτοί που τα κάνουν αυτά.

ΓΟΝΖ. Όχι, σας βεβαιώνω, δεν ριψοκινδυνεύω τόσο εύκολα τη γνώση μου· θέλετε να με περιγελάτε αποκοιμημένον; γιατί νυστάζω. ΑΝΤΩΝ. Πέσε κοιμήσου, και άκουέ μας. Αποκοιμούνται όλοι, όξω από τον ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟ, τον ΑΝΤΩΝΙΟ και τον ΑΛΟΝΖΟ. ΑΛΟΝΖ. Πώς; είναι και αποκοιμημένοι! Επιθυμούσα κ' εγώ τα μάτια μου να κλείσουν, και μ' αυτά οι στοχασμοί μου. Αισθάνομαι, που κλίνουν εις τον ύπνο.

«Ηξεύρω βέβαια να υφαίνω· ολόκληρες σπιθαμές πανί ύφαινατο πλάι της γιαγιάς μου, κάθε καλοκαίρι, όταν ηρχόμεθα εδώ εις το χωρίο. . . μου εξήγησεν η γιαγιά μου και το παραμικρό του εργαλειού, είνε όλα τόσο εύκολα!

Τέτοια μάννα δεν τα ξεχνάει εύκολα τα παιδιά της. Το φυλάγει το αίμα τους. Θα μας εύρης όλους κ' εδώ Ρωμιούς. Γλώσσα, γούστα, ξυπνάδα, ρωμαίικα όλα. Όπου μπορούσε να βάλη τ' άγιο της χέρι, μας βάσταξε και μας γλύτωσε.