United States or Ireland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δόσε μου και ολίγο τυράκι, δυο ελήτσαις ή άλλο τίποτα. Η οικοδέσποινα τη έδιδε τότε ό,τι ευρίσκετο εις το ερμάριον. — Νάχης την ευχίτσα μου, έλεγεν η Εφταλουτρού. Δόσε μου και λίγο λαδάκι, ν' ανάψω το καντήλι. Και ανέσυρεν εκ του θυλάκου, ον είχεν εις την εσθήτα της εις βάθος τριών σπιθαμών, μικράν φιάλην, και την επαρουσίαζε προς την οικοδέσποιναν.

Εσύ να ψάλης τα πανηγυρικά μέλη, και ο παπα-Γιάννηςνάχωμεν την ευχίτσα τουτα νεκρώσιμα. Δεν λέω καλά, παπά μου; Όλοι εγελάσαμεν. Ο Μέλτος ο Μισακός, αφού τα είπε συριανά τα Χριστούγεννα, ήρχισε να τα λέγη και ναξιώτικα.

Έως ότου ήλθεν εις το χωρίον ο πρώτος επίσημος εκ του Πανεπιστημίου δικηγόρος, ένας ζωηρός και ροδοκόκκινος έφηβος, όλος καρδιά και γεμάτος ειλικρίνειαν και αγαθότητα, όστις την εβεβαίωσε πλέον την γραίαν. — Σώπα, θειά Ζωίτσα, μη φοβάσαι. — Του Χριστού την ευχίτσα να έχης γυιόκα μ'! του Χριστού την ευχή και της Παναγίας γυιέ μ'! Έκτοτε περιωρίσθησαν και ο δικολάβος και ο δανειστής.

Κλαίω μέρα- νύχτα. Κάμε να γυρίσης γλήγορα, παιδί μου, να κυττάξουμε την φτώχια μας. Έρχουνται και μου λένε πως δεν έχεις σκοπό να ξανάλθης. Μη το κάμης αυτό, παιδί μου, γιατί θα με θανατώσης πρόωρα. Νάχης την ευχίτσα μου, να έλθης. Με αυτούς τους θρήνους προσεκάλει η γρηά-Κυρατσού την κόρην της να επανέλθη πλέον εις το χωρίον.

Καλύτερα, μαννούλα μου, οπού όλο βρέχει και χιονίζει, και κάθομαι κοντά σου, εις την παραστιά . . . — Την ευχίτσα μου νάχης, παιδί μου. Δεξιά και αριστερά! . . . επανελάμβανεν η γερόντισα αντί πάσης άλλης ομιλίας.

Τούτον ηθέλησεν ο φθονερός πάντοτε δαίμων να καύση· και μεταμορφωθείς εις γραΐδιον προσήλθεν εις όμιλον προσκυνητών αναχωρούντων διά την πανήγυριν και μετά υποκριτικών κλαυθμών παρεκάλει να λάβουν διά τον ναόν του αγίου μικρόν λαδικόν πλήρες ελαίου, διότι αυτή ζαλίζεται, έλεγε μετά δακρύων, να πατήση εις πλοίον και να ταξειδεύση, νάχετε την ευχίτσα μου, έλεγε και έκλαιεν.