United States or Lesotho ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά του είπα επάνω κάτω αυτολεξεί, και ο Ευθύδημος αμέσως με ύφος ανθρώπου που έχει θάρρος και πεποίθησιν εις τον εαυτόν του μου λέγει: — Αλλά τίποτε δεν μας εμποδίζει, Σώκρατες, αρκεί μόνον να θέλη ο νέος ναπαντήση εις τας ερωτήσεις μας.

Ευθύδημος : Ο διάλογος αυτός αποτελεί σφοδρήν επίθεση και επίκριση των αμφιγνωμιών, των σφαλερών συλλογισμών και της κενότητας της σκέψης και των γνώσεων των σοφιστών, όχι τόσο των επιφανών και φιλοσοφούντων, όσο των κοινών και ρητορευόντων. Ορισμένοι υπαινιγμοί αφορούν στον Αντισθένη και στον Ισοκράτη. Μεταφραστής ο Α. Χαροκόπος.

Τι απόδειξιν θέλεις; — Γνωρίζεις εσύ πόσα δόντια έχει ο Ευθύδημος, και ο Ευθύδημος πόσα έχεις εσύ; — Δεν σου αρκεί που ήκουσες ότι τα γνωρίζομεν όλα; του απεκρίθη.

Και ενώ μου έλεγεν αυτά ο νέος εν τω μεταξύ είχε πλέον απαντήση, ώστε δεν ευρήκα καιρόν να του συστήσω καν να προσέξη εις την απάντησίν του, αλλ' απεκρίθη, ότι βέβαια οι σοφοί είναι εκείνοι που μανθάνουν. Και ο Ευθύδημος τον ερώτησε πάλιν: — Υπάρχουν βέβαια άνθρωποι, τους οποίους ονομάζεις διδασκάλους, ή όχι; Ο Κλεινίας απήντησε καταφατικώς.

Τον όρκον δε τούτον ωρκίσθησαν εκ μεν των Λακεδαιμονίων οι εξής· Πλειστοάναξ, Άγις, Πλειστόλας, Δαμάγητος, Χίονις, Μεταγένης, Άκανθος, Δάιθος, Ισχαγόρας, Φιλοχαρίδας, Ζευξίδας, Άντιππος, Αλκινίδας, Τέλλις, Εμπεδίας, Μηνάς, Δάφιλος· εκ δε των Αθηναίων οι εξής· Αάμπων, Ισθμιόνικος, Λάχης, Νικίας, Ευθύδημος, Προκλής, Πυθόδωρος, Άγνων, Μυρτίλος, Θρασυκλής, Θεαγένης, Αριστοκράτης, Ιώλκιος, Τιμοκράτης, Λέων, Λάμαχος, Δημοσθένης.

Σωκράτης Φθάνει να έχης όρεξιν ν' ακούης· διότι δεν θα ημπορούσα να προφασισθώ πως δεν τους επρόσεξα, αλλ' απεναντίας τους ήκουσα με την μεγαλυτέραν μου προσοχήν και δεν ελησμόνησα τίποτε· θα προσπαθήσω λοιπόν να σου τα διηγηθώ όλα καταλεπτώς από την αρχήν ως το τέλος: Έτυχε κατά καλήν μου τύχην να κάθωμαι μόνος μου εκεί που με είδες εις το αποδυτήριον και είχα αποφασίση πλέον να σηκωθώ να φύγω· αλλά μόλις σηκώνομαι, μου γίνεται έξαφνα το συνηθισμένον μου σημείον, το δαιμόνιον· ξανακάθωμαι λοιπόν πάλιν και σε λίγο πράγματι, να και μπαίνουν αυτοί οι δύο αδελφοί, ο Ευθύδημος και ο Διονυσόδωρος, και άλλοι πολλοί νέοι μαζί, μαθηταί των, καθώς μου φαίνεται· και αφού εμβήκαν, ήρχισαν να περιπατούν κάτω από την στεγασμένην την στοάν· δεν θα είχαν ακόμη κάμη δύο ή τρεις γύρους και μπαίνει ο Κλεινίας, αυτός που σου φάνηκε, και δεν έχεις άδικο, πως εμεγάλωσε τόσο πολύ· και από πίσω του ένα πλήθος ερασταί, μεταξύ των άλλων και ο Κτήσιππος, ένας νέος από την Παιανίαν, καλό και άξιο παληκάρι σε όλα του, αλλά κάπως παράφορος, όπως δα συμβαίνει συνήθως εις αυτήν την ηλικίαν.

Δεν είχεν ακόμη καλά καλά τελειώση ο Ευθύδημος, και αμέσως παίρνει τον λόγον, ως να ήτο σφαίρα, ο Διονυσόδωρος και σημαδεύει πάλιν τον νέον: — Α, Κλεινία, είπε, προσπαθεί να σε γελάση ο Ευθύδημος διότι, ειπέ μου, το να μανθάνη κανείς δεν σημαίνει να αποκτά την γνώσιν εκείνου του πράγματος που μανθάνει; — Μάλιστα, απήντησεν ο Κλεινίας.

Ο Διονυσόδωρος τότε και ο Ευδύθημος, όταν τον είδαν, εσταμάτησαν πρώτα και κάτι άρχισαν να λέγουν μεταξύ των, ενώ από καιρόν εις καιρόν έστρεφαν τα βλέμματά των προς ημάςδιότι τους παρακολουθούσα εγώ με πολλήν προσοχήν· τέλος πλησιάζουν και κάθονται και αυτοί, ο Ευθύδημος κοντά εις τον νέον και ο Διονυσόδωρος αριστερά μου· οι άλλοι επήραν θέσιν όπως έτυχεν ο καθένας.

Ο Διονυσόδωρος τότε εκοκκίνησε. — Αλλά συ, ω Ευθύδημε, δεν σου φαίνεται πως λέγει σωστά ο αδελφός σου, που όλα τα γνωρίζει; — Και αν ο Χαιρέδημος είναι πατέρας, προσέθεσεν ο Ευθύδημος, απεναντίας πάλιν ο Σωφρονίσκος, αφού θα είναι άλλο πράγμα από πατέρας, δεν θα είναι πατέρας, ώστε συ, Σωκράτη, δεν θα έχης πατέρα.

Εκεί διηγείται ο Κρίτων ο γηραιός φίλος του Σωκράτους προς αυτόν, ότι απερχόμενος εκ του Λυκείου, όπου οι δύο σοφισταί ή μάλλον εριστικοί Ευθύδημος και Διονυσόδωρος είχον κάμη επίδειξιν της τέχνης των, συνήντησεν ένα ρήτορα εκ των πεφημισμένων τότε εν Αθήναις· ούτος του εξέφρασε, λέγει, την άκραν του περιφρόνησιν διά την εριστικήν, αλλά συγχρόνως, ως άνθρωπος ο οποίος μόνον εν τη ιδία εαυτού τέχνη βλέπει την αληθινήν σοφίαν, εξέτεινε την περιφρόνησιν και δι' όλους γενικώς τους φιλοσόφους και την φιλοσοφίαν.