United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόνε σα φτάσω μια φορά ως στα γοργά καράβια, 180 το νου σας! έχετε έτοιμη φωτιά, κι' εγώ τους κάνω στάχτη τα πλοία, κι' όλους τους σα γίδια τους παστρέβω182

Έπειτα βγήκε ο Παπα-Παρθένης μοναχός του, κοκουλωμένος από κεφαλής με το βαρύ του σάλι. Χονδρές σταλαγματιές άρχισαν να πέφτουν απ' τον ουρανό, ένας αέρας ξαφνικός τίναζε δυνατά τα κλαδιά των δένδρων, η μπόρα ήτανε έτοιμη να ξεσπάση. Ο Παπα-Παρθένης κατηφόρισε βιαστικά το δρόμο.

Τον κόσμο τον έβλεπε και τον έκρινε κάποτες πολύ στοϊκά, καθώς όταν ακούσαντας πως οι Ρωμαίοι πετροβολούσαν τον αδριάντα του, πασπάτευε το κεφάλι του κ' έλεγε πως δεν έπαθε τίποτα. Δεν αψηφούσε όμως πάλι και τον έπαινο, κι αυτό μας τόδειξε όταν έβαλε και του απάγγελναν επιτάφιους λόγους. Άλλο του ένα, που ποτές δεν τάχανε, παρά την είχε πάντα έτοιμη την απάντηση κι αποστόμωνε τον αντίπαλο του.

Και αυτή μου απεκρίθη, ότι ημπορεί και είναι έτοιμη να το κάμη, όμως με δύο υποσχέσεις τοιαύτας, ήγουν να της δώσω τον αυτόν μου υιόν διά άνδρα, και να της δώσω ελευθερίαν διά να τιμωρήση εκείνην που τον εμεταμόρφωσεν εις τέτοιον σχήμα· και εγώ της υποσχέθηκα και τα δύο ζητήματα.

Θάταν κρίμα να τις θυσιάσουμε για το τίποτα, αν και μπροστά σε μια μεγάλη αιτία πρέπει να τις θεωρήσουμε τίποτα. Αν η Κλεοπάτρα πάρει είδηση το φευγιό μας, σίγουρα θα πεθάνει. Είκοσι φορές την είδα να ψυχομαχεί με ελάχιστη αιτία. Πραγματικά νομίζω ότι υπάρχει κάτι στον θάνατο, που την τραβά· Βλέπω να την τραβά τόσο γλυκά, που για ένα έτσι, είναι έτοιμη να πεθάνει.

Ήταν μια γυναίκα μεγαλόκορμη, κατσουφιασμένη και φοβερή. Τα χείλη της σμιχτά και φουσκωτά, μοιάζανε με σάλπιγγα έτοιμη να τρανολαλήση κατορθώματα. Τα ορθάνοιχτα μάτια της προξενούσαν τρομάρα· τα σμιχτά φρύδια της έρριχναν κάποια έγνοια στο αρμονικό σύνολό της. Τα μαλλιά της φουντωτά κ' ελεύθερα είχανε το θράσος και το θυμό πεινασμένων φιδιών.

Η νεάνις εκείνη ήτο η Σαλώμη. Οι πόδες της έβαινον ο είς προ του άλλου με τον ρυθμόν του αυλού και ζεύγους κροτάλων. Οι τορνευτοί βραχίονές της εκάλουν κάποιον, ο οποίος έφευγε πάντοτε, και τον οποίον εκείνη ηκολούθει ελαφροτέρα χρυσαλλίδος ως ψυχή περίεργος και πλανωμένη ετοίμη προς πτήσιν. Τους πενθίμους ήχους του αυλού αντικαθίστων τα κρόταλα. Την πλήξιν διεδέχετο η ελπίς.

Ο νους της πετούσε μακρυά, σαν πουλλί, κι' έφευγε με γληγοράδα αστραπής, και πήγαινε στην Ξενιτειά τη Χρυσόσπαρτη, για να βρη το παιδί της, που το καρτερούσε τόσα χρόνια με τα δάκρυα στα μάτια, και με τη ψυχή στα δόντια, έτοιμη να φτερουγήση.