United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε περιεφρόνησε πλέον τα πάντα και μόνον το πταίσμα του εσυλλογίζετο. «Καλά να πάθω, έλεγεν οδυρόμενος, διότι εγκατέλιπον εις το σκότος της απελπισίας μίαν ψυχήν, η οποία έν μόνον σφάλμα έπραξε, να συμπαθήση εις ένα τέτοιον άνθρωπον. Και παρεκάλει τον Θεόν να μη ζήση πλέον. Υπέμεινεν, εσκέπτετο, τα σκότη της θαλάσσης· υπέμεινε τα σκότη της γης· θα υπέμενε δικαίως και τα αιώνια σκότη του Άδου.

Εκάθισεν επί λίθου αντικρύ το φρουρού και δεν εσάλευεν. Όσον διά τον Σκούνταν, ούτος ίστατο μακρόθεν εις το σκότος και δεν εσκέπτετο να πλησιάση. Ο φρουρός, ιδών την παράδοξον επιμονήν του Μάχτου, επλησίασε και τω είπε·Τι θέλεις; Δεν μου λες; Ο Μάχτος απεπειράθη να λαλήση, αλλά τα δάκρυα έπνιξαν την φωνήν του. Ο στρατιώτης τον ελυπήθη έτι μάλλον.

Αφού παρήλθεν ούτω πολύ διάστημα εις αγόνους ερεύνας, ίνα μη βαρύνη την θείαν της η Θωμαή, λαμβάνουσα και επιστολάς εκ της μητρός της, εσκέπτετο πλέον να επιστρέψη εις το χωρίον της.

Ο Νέρων δεν είχεν αφήσει την ευκαιρίαν να διατυπώση μερικά ωραία και υψηλά αξιώματα περί της φιλίας και της συγγνώμης, ούτως ώστε ο Πετρώνιος είχε προς στιγμήν δεμένας τας χείρας. Έπρεπε να ζητήση προφάσεις, και πριν ή εφεύρη τοιαύτας, παρήρχετο καιρός. Από τότε ο Πετρώνιος μόνον τον Βινίκιον εσκέπτετο, τον οποίον απεφάσισε να σώση.

Ο Πλήθων ησθάνετο ιδρώτα περιρρέοντα το μέτωπον αυτού και δεν είχε δύναμιν ν' απαντήση προς τας λέξεις ταύτας. — Εις τούτο μόνον διαφωνούμεν, επανέλαβε πραότερον ο Σχολάριος. Κατά τάλλα ομολογώ ότι είσαι τίμιος και γενναίος ανήρ και ουδέν κακόν επιθυμώ διά σε. Εν τούτοις ο Πλήθων, αν και δεν ωμίλει, εσκέπτετο όμως εφ' όσον ο Σχολάριος έλεγε τανωτέρω.

Αλλ' ο καθηγητής δεν είχε τους αυτούς λόγους ευχαριστήσεως και εβάδιζε σιωπηλός, μόλις προσέχων εις τας αστειότητας του φίλου του. εσκέπτετο τι θα είπη προς την νύμφην, και δεν το εύρισκε. — Α! ανέκραξεν αίφνης, διακόπτων τον Λιάκον. Πώς την λέγουν; — Ποίαν; — Την νύμφην. Χθες επροδόθην εις τον πατέρα της ότι δεν εγνώριζα το όνομά της. Να μη την πάθω και απόψε.

Τα καταρριπτόμενα υπό του χρόνου, ξύλα, και πλίνθους και σανίδας, εσώρευεν επί της αυλής, να έλθη να τα εύρη ο υιός της, ίσως και όλον τον οίκον, σωρόν ερειπίων, και επ' αυτού την γραίαν μητέρα του, ως γλαύκα, θρηνούσαν επάνω εις τάφον. Ούτως εσκέπτετο.

Αφότου εξύπνησεν εσκέπτετο χωρίς να δυνηθή να εύρη τον καταλληλότερον τρόπον προς εκτέλεσιν της ληφθείσης αποφάσεως. Το πράγμα δεν ήτο τόσον απλούν, όσον χθες την νύκτα εφαντάζετο. Δεν ήρκει η απόφασις μόνη του να νυμφευθή την πρωτότοκον θυγατέρα του Κ. Μητροφάνους, πρέπει προς τούτο να γίνωσι διαβήματά τινα. Αλλ' οποία;

Τόρα: Οι βρύσες εκινήσανε, οι μύλοι εσταματήσανε, και τα βουνά χιονίσανε, τα δυο γενήκαν τρία καθώς λέγει ο λόγος!. . . Και μικρόν κατά μικρόν ησθάνετο περισσότερον ήδη επί του σώματος την από καρωτικήν εκείνην του γήρατος πίεσιν κ' εσκέπτετο ότι δεν είχε καθόλου άδικον το καρυοφύλλι του. Παρήλθεν η εποχή των καλόν ήτο να παρέλθουν και αυτοί. . .

Και αν ο Ευρυσθεύς, άνθρωπος παλαιικός και προνοητικός, ο οποίος εγνώριζε τα συμβαίνοντα εις τους διαφόρους τόπους κακά, δεν εσκέπτετο από φιλανθρωπίαν ν' αποστείλη αυτόν εδώ τον δούλον του , άνθρωπον δυνατόν και πρόθυμον εις τους κόπους, συ ο Ζευς ολίγον θα εφρόντιζες περί της Ύδρας, διά τα όρνεα της Στυμφαλίας, διά τους ίππους της Θράκης και διά την θηριωδίαν και την ακολασίαν των Κενταύρων.