United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Από το άντρον εκείνο ήρχιζεν ένα μονοπάτι, διά του οποίου ανέβαινε τις πλαγίως την απότομον ακρογιαλιάν, κ' έφθανεν εις την κάτω πόρταν του τοιχογυρίσματος του κυρ Μόσχου, του οποίου ο ένας τοίχος έζωνεν εις μήκος εκατοντάδων μέτρων όλον τον αιγιαλόν. Επέταξα αμέσως το υποκάμισόν μου, την περισκελίδα μου, κ' έπεσα εις την θάλασσαν. Επλύθην, ελούσθην, εκολύμβησα επ' ολίγα λεπτά της ώρας.

ΧΟΡΟΣ Με την βοήθεια των Μουσών επέταξα στα ύψη της επιστήμης, κ' έμαθα πολλά, αλλά δεν ηύρα τίποτε δυνατώτερον απ' την Ανάγκη. Ούτε γι' αυτήν υπάρχει φάρμακον κανένα στης σανίδες της Θράκης που έγραψε ο Ορφεύς απάνω τι γιατρεύει το σώμα μας και την ψυχή, ούτε σε όσα ο Φοίβος στους Ασκληπιάδας έδωκε να πολεμούν τους πόνους και να βοηθούνε τους θνητούς.

Λοιπόν εις αυτά θα απαντήση ο Πρωταγόρας ή άλλος κανείς εις την θέσιν του: Φιλόμουσοι κύριοι, παίδες και γέροντες, σεις, ενώ συνεδριάζετε και συζητείτε, παρουσιάζετε εις το μέσον τους θεούς, τους οποίους εγώ τους επέταξα έξω και από το να συζητώμεν και από το να γράφωμεν περί αυτών, αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν.

ΛΕΟΝΤΙΧΟΣ. Για πες, Χηνίδα, στη μάχη με τους Γαλάτας πώς ώρμησα μπροστά από τους άλλους ιππείς με το λευκό μου το άλογο, και πώς οι Γαλάται, αν και είνε πολληκάρια, ετσάκισαν ευθύς ως με είδαν και κανείς δεν είχε το κουράγιο να σταθή και αντιμετρηθή μαζή μου. Εγώ τότε επέταξα την λόγχην κι' επέρασα πέρα και πέρα τον αρχηγό των μαζή με το άλογο του.

Μα δίχως καν το χώμα μας να κηλιδώση αίμα, ειρήνης γλυκόχάραγμα 'στο έθνος μας εφάνη, και μόλις έβγαλα κι' εγώ το τουρκομάχον στέμμα, ευθύς εστεφανώθηκα με νυμφικό στεφάνι. Επέταξα τα όπλα μου, σπαθί, σκελέα, σάκκο, και σαν τρικούβερτος γαμπρός εφόρεσα το φράκο.

Κατά το επόμενον πείραμα εσηκώθηκα από την Πάρνηθα ή από τον Υμηττόν κ' επέταξα μέχρι Γερανείας, απ' εκεί δε μέχρι του Ακροκορίνθου, υπεράνω του οποίου επέρασα. Έπειτα επροχώρησα άνω της Φολόης και του Ερυμάνθου και έφθασα μέχρι του Ταϋγέτου. Αι ασκήσεις ηύξησαν την τόλμην μου και τώρα πλέον δεν εζήλευα τα πτηνά, αλλ' είχα φιλοδοξίας ακόμη μεγαλειτέρας.

Είνε το Κάλλος. Το Κάλλοςτο οποίον, πτωχόν εγώ πτηνόν, κατενόησα και ελάτρευσα· ασθενές εγώ πλάσμα, επέταξα μέχρι της πηγής του διά της σκέψεως, και εγονυπέτησα προ του βωμού του. Αλλ' ήτον αδύνατου να μείνω πλειότερον, διότι ο περιβάλλων με κόσμος με συνέθλιβε, με συνέτριβε, και από τα πτερά μου με απεγύμνου.

« Δέκα χιλιάδες έσερνε » Πεζούρα και καβάλλα, »'Σάν άναψεν ο πόλεμος » Κι' άρχισε το τουφέκι, » Τουρκαλβανός δε μπόρεσε, » Μπροστά μας πλειό να στέκη. » Γυρίζουν 'πίσω τα σκυλιά, » Το βάνουντη φευγάλα. «'Σ τη Δέμβρονα επέταξα, » Τους Τούρκους εκεί κλείω » Στο κάστρο.

Όταν δε είδα ότι το πράγμα επετύγχανε, έγινα τολμηρότερος εις τας δοκιμάς μου• ανέβηκα εις την Ακρόπολιν και ερρίφθηκα κάτω από τον κρημνόν προς το θέατρον του Διονύσου• επέταξα χωρίς κίνδυνον, και τότε ήρχισα να έχω μεγαλειτέρας φιλοδοξίας.

Εγώ όμως διά τύχην μου εις αυτό το αναμεταξύ ηύρα ένα αηδόνι ψόφιον, το οποίον το ανάζησα δίδοντας τες αίσθησές μου εις αυτό. Και υποκάτω εις αυτήν την νέαν μορφήν επέταξα προς το παλάτι του εχθρού μου, και επήγα και εκάθησα επάνω εις ένα δένδρον που ήτον εμπρός εις τα παράθυρα της αγαπημένης μου Ζεμπρούδας.