United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν προφθάνεις να ιδής, δεν προφθάνεις να φάγης, δεν προφθάνεις να κοιμηθής, δεν προφθάνεις να εξυπνήσης. Δαιμόνιος βόμβος, βόμβος συνταρασσομένου σιδηρού κόσμου, μαύρου κόσμου, εν πυρίνη κοιλία.

Ένας από τους περιεστώτας εκεί Αράπηδες που εκαταλάμβανε την Αραβικήν διάλεκτον, πλησιάσας μου ωμίλησε με τον ακόλουθον τρόπον· μη φοβήσαι, αδελφέ, βλέποντάς μας εδώ, ημείς κατοικούμε τούτην την πεδιάδα, και κατά τύχην ελθόντες διά να ποτίσωμεν τα χωράφια μας με το νερόν του ποταμού, είδομεν τούτο σου το κρεββάτι να φέρεται από το ρεύμα και ευθύς το εσταματήσαμεν εδώ, προσμένοντας διά να εξυπνήσης.

Επειδή και έχεις τόσην καρδίαν και ανδρείαν, απεκρίθη η Γουλνάζε, η ελευθερία μου εις του λόγου σου στέκει· ύπαγε εις το περιβόλι, και εκεί θέλεις εύρει την αδελφήν μου που κοιμάται επάνω εις ένα κρεβάτι από χόρτα και άνθη και υποκάτω από το προσκέφαλόν της έχει μίαν σακκούλαν από ατιλάζι, και αν ημπορέσης να της πάρης την σακκούλαν χωρίς να την εξυπνήσης, η δουλειά έγινε, επειδή εκεί έχει τα κλειδιά από τες αλυσίδες μου, και τούτο είναι ο τρόπος που ημπορείς να με ελευθερώσης· μα ανίσως και εξυπνήση η Μερχάνη, εκεί που παίρνεις την σακκούλαν, σου δίνω είδησιν πως θέλεις είσαι χαμένος.

Ουδέν γλυκύτερον της εγέρσεως εκείνης· ψηλαφείς τα μέλη σου και αγάλλεσαι ευρίσκων αυτά σώα, ανοίγεις έπειτα τους οφθαλμούς και το παράθυρον, ίνα μη σ' επισκεφθή πάλιν ο κακός όνειρος. Αλλ' αν έτυχε να ιδής όνειρον καλόν, ότι ανεύρες την φιλοσοφικήν λίθον ή γυναίκα φρόνιμον, και εξυπνήσης καθ' ην στιγμήν ήπλωνες την χείρα εις τα χιμαιρικά ταύτα κειμήλια, τότε όλα σοι φαίνονται δυσάρεστα και αηδή.

Ησθάνθην την κεφαλήν μου ιλιγγιώσαν εκ της απιστεύτου αυθαδείας του ξένου. Ώρμησα κατόπιν αυτού, και τον συνέλαβον από της χειρίδος. — Πού πας; ανέκραξα. Πίσω! Μην ετρελλάθης χριστιανέ! — Κοιμάται ή έξυπνη είνε; μοι απήντησεν απαθώς. — Πού είσαι; Εδώ είνε μέρος ιερόν, είνε άσυλον! — Μην κάμνης θόρυβον, μη την εξυπνήσης, μοι είπεν ησύχως. Δεν ηδυνήθην να τον εμποδίσω και ήνοιξεν ήδη την θύραν.

Ιδού αυτή, κοιμάται, είπε. — Δεν είνε αυτή που ζητείς, είπον εγώ απηλπισμένη. — Μη την εξυπνήσης, είπεν αύθις ο ξένος. Και πατών επ' άκρων των ποδών επλησίασεν εις την κλίνην σου. — Δυστυχής κόρη, εψιθύρισεν, ως είδε το πρόσωπόν σου. Εκοιμάσο ύπνον ήσυχον και η αναπνοή σου δεν ηκούετο. Ομοίαζες με αρνίον αναπαυόμενον, μικρά μου κόρη. Ο ξένος σ' εθεώρησεν επί πολλήν ώραν.