United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έτυχέ ποτε, αναγνώστα μου, ν’ αποκοιμηθής με ανυπόφορον βήχα, κοιμώμενος να ιδρώσης και εξυπνήσας να ευρεθής ιατρευμένος; Αγνοών ότι είσαι καλά ανοίγεις μηχανικώς το στόμα, ίνα πληρώσης εις τον επικατάρατον βήχα τον συνήθη φόρον. Αλλά πόσην αισθάνεσαι χαράν, μη ευρίσκων εις τον λάρυγγα το οχληρόν θηρίον!

Εξυπνήσας ο Κύρος, εσκέπτετο καθ' εαυτόν το όνειρον, και επειδή τω εφάνη σπουδαιότατον εκάλεσε τον Υστάσπη, και λαβών αυτόν κατ' ιδίαν τω είπεν· «Υστάσπη, ο υιός σου ανεκαλύφθη συνομνύων κατ' εμού και κατά της βασιλείας μου· πώς δε είμαι θετικώς πληροφορημένος περί τούτου, θα σοι το είπω αμέσως. Οι θεοί με αγαπώσι και με προειδοποιούσι περί των μελλόντων να συμβώσιν εις εμέ.

Αλλ' άπαξ εξύπνησας, είδες, φευ! καί τι άλλο, το οποίον πολλοί των παρεστώτων δεν παρετήρησαν. Κατόπιν του πλοιάρχου, τρέξας μετ' αλλοκότου ενθουσιασμού, ρήξας κραυγήν ηδονής και θριάμβου ερρίφθη εις την θάλασσαν νέος τις, μόλις δεκαπενταετής. Ήτο ο Κ'στοδουλής, ο παιδικός φίλος σου.

Η αίθουσα εκείνη της αγρυπνίας ωμοίαζε πολύ μάλλον υπνωτηρίω· καθότι πλην του χωλού φύλακος ουδείς άλλος εφαίνετο εκεί αγρυπνών· έργον δε αυτού ήτο πιθανώς να σπεύδη εις την πρόσκλησιν των εν τοις κελλίοις αναπαυομένων, αν τις τούτων έκρουε τον κώδωνα εξυπνήσας.

Περί δε το μεσονύκτιον εξυπνήσας ο Μενέλαος και ιδών ότι η σύζυγός του δεν ευρίσκετο εις την κλίνην ήρχισε να κραυγάζη• έπειτα παραλαβών τον αδελφόν του επήγε προς τον βασιλέα Ραδάμανθυν. Κατά τα εξημερώματα οι διαταχθέντες ν' αναζητήσουν τους φυγάδας, ανήγγειλαν ότι το πλοίον εφαίνετο εις μακράν απόστασιν.

Ο Κώστας ο Άγγουρος, μόλις εξυπνήσας, έτριψε τους οφθαλμούς, και δεν ανεσηκώθη, αλλ' εσήκωσε τον πόδα διά να ιδή αν εφόρει τα τσαρούχια τα οποία ωνειρεύετο. Ο γέρο-Λευθέρης ο Κουσερής εξύπνησε μετά ψιθυρισμού ατελώς διασκεδασθείσης μέθης, και ήρχισε να τραγουδή το προσφιλές ούτω άσμα : Σ' ένα δενδρί ακούμβησα, κι' εκείνο εμαράθη . . .

Η χρυσή καδένα μου! εφώναξε. Κ' εξυπνήσας αμέσως, επέψαυον με πόθον την καδένα μου την χρυσήν, θαρρών ότι μου την αφήρεσαν. Δεν εξεύρω πώς, αφού εξύπνησα, από όλην την χρυσήν παράστασιν του αρχιερέως απέμεινεν εις την ενθύμησίν μου ανεξάλειπτος η χρυσή άλυσις του εγκολπίου του, η οποία μου εφαίνετο ότι έλαμπεν ακόμη, μέσα εις την βαθείαν εκείνην νύκτα των οφθαλμών μου.

Τους είχα προλάβει εξυπνήσας ενωρίς, και ήσαν ήδη έτοιμοι αι γλώσσαι του χαβιαρίου εντός λαχανοφύλλων τυλιγμέναι. Η προσφορά μου τους υπερηυχαρίστησε και μετεβλήθη διά μιας το προς εμέ ύφος των. Με περιεκύκλωσαν μειδιώντες και θωπεύοντες προστατευτικώς πως τους ώμους μου. ― Μη φοβάσαι, Λουτσή. Είσαι ιδικός μας άνθρωπος. Ημείς χανόμεθα, και όχι συ.

Αλλ' αναχωρούσα μου αφήκεν ένα σταυρόν, τον οποίον μόνη της κατεσκεύασεν εκ μικρών κλάδων. Εξυπνήσας εύρον τον σταυρόν τούτον παρά την κλίνην μου. Τον φυλάττω μεταξύ των θεών μου και χωρίς να δύναμαι να εννοήσω διατί, τον πλησιάζω μετά φόβου και σεβασμού, ως να είναι θείον τι πράγμα.