United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ο μεν έξωθεν ερχόμενος ήτο τουλάχιστον βέβαιος ότι κατά το τέρμα της λεμβοδρομίας θα εύρισκε ξηράν να πατήση, πολύ όμως μικροτέρα ήτο η του αναχωρούντος βεβαιότης αν εξερχόμενος του ακατίου ήθελεν επιβή επί ατμοπλοίου ή αποβιβασθή εις ερημόνησόν τινα, επώνυμον του Αγ.

Ήθελε φανή ίσως ότι εις την μακρινήν εκείνην χώραν θα υπήρχε βεβαιότης, όχι ασφαλείας μόνον, αλλά και αναπαύσεως· αλλά δεν συνέβη ούτω. Είδομεν ήδη ενδείξεις ότι η φήμη των θαυμάτων Του είχε διαδοθή και μέχρι των παλαιών πόλεων της Φοινίκης, και μόλις έφθασεν εις τα σύνορά των, κατέστη γνωστόν ότι δεν ηδύνατο να μείνη κρυπτόμενος.

Η τοιαύτη διαγωγή ήτο τόσον μάλλον αξιοθαύμαστος, καθ' όσον ουδεμία υπήρχε βεβαιότης, ότι θα ημείβετο λαμβάνον όλα τα φαγώσιμα. Οι θαυματοποιοί υπερηγάπων βεβαίως τον σκύλον των, αλλά και δεν έτρωγαν ή τουλάχιστον δεν εχόρταιναν οι ίδιοι καθ' ημέραν.

Μύρια σχέδια και φαντασίαι εκινούντο ζωηρά στην ψυχή μου· επί τέλους έμεινε στερεά και ολόκληρη η τελευταία, η μόνη σκέψις: «Θέλω να πεθάνω! . . . » Εκοιμήθηκα και αυτό το πρωί· όταν σηκώθηκα ήσυχος, την βρίσκω πάντα στερεά, ολόκληρη και δυνατή: «θέλω να πεθάνω!, . . » Δεν είναι αυτό απελπισία, είναι η βεβαιότης υπέφερα ό,τι μπορούσα να υποφέρω και ότι θυσιάζομαι για σένα.

Και όταν οι φίλοι τού διηγούνται το φοβερόν όραμα, ο Αμλέτος δεν παραδίδεται εμπαθώς και απερισκέπτως εις την πρώτην εντύπωσιν, αλλά κύριος του εαυτού του με πολλήν σύνεσιν και υπομονήν υποβάλλει εις λεπτομερή εξέτασιν την αντίληψίν των και άμα πείθεται ότι το μυστηριώδες εκείνο φαινόμενον δεν ήταν πλάνη της φαντασίας των αλλά πραγματικόν, αμέσως υπακούει εις την φωνήν του καθήκοντος, όπου του επιβάλλει να αντιμετωπίση, και με κίνδυνον της ζωής του υπερφυσικήν εμφάνισιν, από την οποίαν αυτός περιμένει κάποιαν φοβεράν αποκάλυψιν· ανυπομόνως προσβλέπει εις την στιγμήν οπού θ' απαντηθή με το Πνεύμα του πατρός του· η υπόνοιά του έγινε δι' αυτόν βεβαιότης και ήδη έχει την πεποίθησιν ότι

Οίμοι! τους εύρε κοιμωμένους. Ήτο η ώρα φόβου και κινδύνου· αλλ' ουχί η βεβαιότης του κινδύνου, ουχί η αγάπη προς Αυτόν, ουχί αίσθημα διά την άφραστον ταλαιπωρίαν Του, ήρκεσε διά να κρατήση τους οφθαλμούς των εν εγρηγόρσει. Η λύπη, η κόπωσις, η σφοδρά έξαψίς των, είχε ζητήσει ανακούφισιν εις τον ύπνον.

Σωκράτης Ότι δηλαδή αν είτε ο Λυσίας είτε άλλος τις συνέγραψεν ή θα συγγράψη είτε ιδιαιτέρως είτε δημοσία νομοθετών, με το να γράφη σύγγραμμα προωρισμένον διά τους πολίτας και με το να θεωρή ότι εις αυτό υπάρχει μεγάλη τις βεβαιότης και σαφήνεια, κατ' αυτόν τον τρόπον όνειδος προσάπτει εις τον εαυτόν του, έστω και αν τις συμφωνή μαζί του ή όχι· διότι το να αγνοή κανείς είτε έξυπνος είτε ονειρευόμενος περί των δικαίων και αδίκων, και περί των καλών και αγαθών δεν διαφεύγει, μα την αλήθειαν, από το να μην είναι άξιος ονειδισμού, ουδέ αν όλος ο όχλος επαινέση την άγνοιάν του αυτήν.

Είναι δε μάρτυς υπερασπίσεως διά τον λόγον μας και η συζήτησις αυτής της ερωτήσεώς μας. Διότι εις κανέν από τα ανθρώπινα δεν υπάρχει τόση βεβαιότης, όση εις τας ενεργείας τας σύμφωνους με την αρετήν.

Εστήριξε το χαριτωμένον πρόσωπόν της επί του ώμου του νεανίου. — Μάρκε, αγαπητέ μου! Δεν ηδυνήθη να είπη περισσότερα. Η χαρά, η ευγνωμοσύνη και η βεβαιότης ότι τώρα εκείνη είχε το δικαίωμα να αγαπά, είχον πληρώσει δακρύων τους οφθαλμούς της. Ο Βινίκιος την έθλιψεν επάνω του. Εκείνη είπε χαμηλοφώνως: — Σε αγαπώ, Μάρκε. Έμειναν πάλιν σιωπηλοί.

Διαφιλονεικείται μάλιστα μέχρι της σήμερον η γνησιότης τινών των εις αυτόν αποδιδομένων, ενώ ουδεμία αφ' ετέρου υπάρχει βεβαιότης, ότι πάντα τα υπ' αυτού γραφέντα περιεσώθησαν.