Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 6 Σεπτεμβρίου 2025


Διότι ο μειλίχιος επιθυμεί να μένη ατάραχος και να μη σύρεται από το πάθος, αλλά μόνον όπως απαιτεί ο ορθός λόγος, και δι' όσα απαιτεί, και όσην ώραν το απαιτεί, γίνεται τραχύς. Φαίνεται δε μάλλον ότι είναι ελαττωματικός ως προς την έλλειψιν. Διότι ο μειλίχιος δεν συνηθίζει να τιμωρή, αλλά μάλλον είναι συγγνωμονικός.

Τω έτεινε την χείρα ως παλαιά φίλη, εκείνος δε, ατάραχος, διηγήθη τα κατ' αυτόν, ευτράπελα, μ' ευγλωττίαν. Περί του παρελθόντος ούτε λέξεις και ότε ο νέος απήρχετο, η Αρσινόη του έθλιψεν εκ νέου την χείρα. Μετά χαράς είδεν ο Άγγελος τον Φωκίωνα. Οι δύο άνδρες ανενέωσαν τας προτέρας των σχέσεις.

Η σκηνή δεν έπρεπεν επί πλέον να διαρκέση· και διά τούτο, ανακύψας από της κυπτής στάσεώς Του, Εκείνος όστις ανεγίνωσκεν εις τας καρδίας των, ατάραχος εξέδωκε κατ' αυτών την θλιβεράν απόφασίν Του. «Ο αναμάρτητος εν υμίν, πρώτος τον λίθον επ' αυτήν βαλέτω».

Και ήθελε να τους είπη να κλείσουν τους οφθαλμούς μήπως τυφλωθούν εκ της αίγλης της δόξης του· να κλίνουν γόνυ διά να μη αμαρτήσωσιν. Αλλά ματαίως ανέμενε φωνήν εκπλήξεως. Ο ενωμοτάρχης παρετήρει αυτόν ατάραχος και απαθής, μ' ένα ελαφρόν χαμόγελο εις τα χείλη, ως να συνεκράτει τον γέλωτα, χαριζόμενος εις την γεροντικήν του αδυναμίαν, οικτείρων την παιδαριώδη του πεποίθησιν.

Ουχ ήττον, επέμενε τοσούτον εις την τοπογραφικήν εξήγησιν, και τοσάκις επανέλαβε τας οδηγίας του, ώστε βαρυνθείσα η γραία ανέκραξε μετ' ανυπομονησίας, «Καλά, καλάΉτο δε πράγμα ασύνηθες δι' αυτήν να επαναλάβη δις την αυτήν λέξιν. Εις τα Βαπόρια δεν υπήρχε ψυχή γεννητή, ώστε ο Κ. Πλατέας ηδυνήθη να εξακολουθήση ατάραχος την σειράν των σκέψεών του. Αληθώς πολλήν σειράν δεν είχον.

Τι να σε κάμω, παιδί μου; Και διακόψας ηρώτησε χαριέντως: — Τώνομά σου, παιδί μου; — Θανάσης! — Να ζήσης, γυιε μ'! Λοιπόν, κυρ-Θανασάκη μου, να τα βάλω με τον Θεό; Εγώ θάβγαινα — — Λάδισυνεπλήρωσεν ο νεαρός δημογραμματεύς. Αλλ' ο κυρ-Δημάκης, χωρίς να προσέξη εις το πείραγμα, εξηκολούθησεν ατάραχος: — Εγώ θάβγαινα με τρεις χιλιάδας κέρδος, παιδί μ', Θανασάκη μου.

Η εσχάτη ψυχολογική κατάστασις, εις την οποίαν ο Μάκβεθ περιπίπτει, είναι η αδιαφορία, η απονάρκωσις, γενική τις αναισθησία, εξ ης εξέρχεται όπως αποθάνη γενναίως, όμοιος προς λύχνον, όστις πριν ή αποσβεσθή, αναδίδει τελευταίαν λάμψιν. Κραυγαί και οιμωγαί αντηχούσιν εντός του μεγάρου, αλλά μένει ούτος ατάραχος.

Τσαγανός παμπόνηρος, εξ εκείνων οι οποίοι ταξειδεύουσι και βόσκουσιν εν ώρα τρικυμίας, ανέρχεται περιπατών, ατάραχος επί των γυμνών κνημών του, ως να θέλη να σκώψη την οικτράν περιπέτειαν του αλιέως των ακρογιαλών. Συνέρχεται. Κάμνει και τρίτον γύρον. Και τότε επείσθη πλέον ότι ο καπετάν-Παρμάκης εξηπάτησεν αυτόν.

Και τότε μετά την κατακύρωσιν, ατάραχος πλέον ο φοβερός δεκατιστής εμπαινόβγαινεν εις το παντοπωλείον του φίλου του, κινών τον φθόνον του δημογραμματέως, όστις με την πένναν εις χείρας πάντοτε, πολύ προσεπάθει ν' ανακαλύψη το μυστικόν του κυρ-Δημάκη: — Πάλι λάδι ο κυρ-Δμάκης! Αλλά τότε ήρχιζεν άλλη εργασία ομοίως επίπονος, ταραχώδης, επιμελής: — Πουθενά αλλού φέτος λάδια! — Θ' ακριβήνη το λάδι!

Έκαμαν δώδεκα τρύπας εις το βαρέλι και καθένας εζήτει την υψηλοτέραν, νομίζων ότι θα ελάμβανεν ούτω και το περισσότερον ποσόν του οίνου. Ο Μάρτης που είνε ο εξυπνότερος μήνας και παίζει τους άλλους εις τα δάκτυλα, με όσην ευκολίαν το μικρό παιδί τα πεντόβόλα, ίστατο πλησίον ατάραχος, σιωπηλός, παρατηρών αυτούς με το ειρωνικόν του μειδίαμα.

Λέξη Της Ημέρας

376

Άλλοι Ψάχνουν