United States or Norway ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετ' ολίγον η λέμβος, απομακρυνθείσα της ερημονήσου, έπλεε προς τον Αγνώντα, σφοδρώς ωθουμένη υπό του μαΐστρου, εν ώ ο καπετάν-Παρμάκης, ανοίξας το κλειδοπίνακόν του, παρέθηκεν άφθονον το γεύμα ενώπιον του αλιέως, όστις οσάκις εδοκίμαζε να παραπονεθή, ή ν' αναμνησθή τον κυρ- Δημάκην, έβλεπε πάντοτε την μεγάλην φλάσκαν κλείουσαν το στόμα του, ην έτεινε προς αυτόν ο πρώην πλοίαρχος: — Πιέ, πιέ, γέρω-γαλιέ, και λούφαξε!

ΑΧΙΛΛΕΥΣ Τις είσαι συ, όστις, ανοίξας την θύραν, με καλείς; Πως φαίνεσαι περίφοβος; ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Είμαι δούλος. Δεν υπερηφανεύομαι διά τούτο βέβαια. Άλλ' ούτως ηθέλησεν η τύχη. ΑΧΙΛΛΕΥΣ Τίνος είσαι δούλος ; Ιδικός μου βέβαια δεν είσαι. Τα ιδικά μου πράγματα δεν είναι κοινά με τα του Αγαμέμνονος. ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Είμαι δούλος αυτής, ήτις ίσταται προ της σκηνής ταύτης.

Και στρέψας όπισθεν το φύλλον του χάρτου, είδε την υπογραφήν, ην είχε βάλει ο αγαθός ιερεύς, παρέβαλεν αυτήν με το όνομα το φερόμενον εν τω κειμένω, και την εύρε σύμφωνον. Και ανοίξας το χρηματοφυλάκιον, εμέτρησεν εις την χείρα της θειά- Αχτίτσας, και προ των εκθάμβων οφθαλμών αυτής εννέα στιλπνοτάτας αγγλικάς λίρας.

Ο Σπύρος τότε του Γέρω-Λαχανά, ανοίξας την ομβρέλλαν του, είχεν αυτήν την πρόνοιαν, με όλην την ανικανότητά του ήτο γεμάτος πονηρίαν, ανέμενε να παύση, η βροχή κ' εξηκολούθει να συστρέφη την τεραστίαν ροκάναν.

Αλλ' ο Περίλαος ο οποίος ήτο εκεί μου είπε• Και τι θα είπης όταν θα ίδης την τέχνην με την οποίαν είνε εσωτερικώς κατασκευασμένος και τον σκοπόν εις τον οποίον δύναται να χρησιμεύση; Ανοίξας δε τότε τα νώτα του ταύρου, όταν θέλης, είπε, να τιμωρήσης κανένα θα τον εισάγης εις αυτό το μηχάνημα και θα τον κλείης εντός αυτού.

Τα δάκρυά Του δεν έμειναν απαρατήρητα, και ενώ τινες των Ιουδαίων έλεγον «Ίδε πώς αυτόν εφίλει», άλλοι εν αμφιβολία ηρώτων, «Δεν ηδύνατο ούτος ο ανοίξας τους οφθαλμούς του τυφλού να σώση και τον φίλον Του από του θανάτουΔεν είχον ακούσει πως εις έν απώτερον χωρίον της Γαλιλαίας είχεν εγείρει τον νεκρόν· αλλ' εγνώριζον ότι εν Ιερουσαλήμ είχεν ανοίξει τους οφθαλμούς του εκ γενετής τυφλού, και τούτο εφαίνετο αυτοίς όχι ολιγώτερον καταπλήσσον θαύμα.

Ανοίξας το βιβλίον τούτο, εν’ ώ ήλπιζε να εύρη νέας αφορμάς, ίνα δοξάση τον Ύψιστον ότι απεκόπη αυτώ παν μέσον απωλείας, έπεσε κατά κακήν του τύχην εις το χωρίον εκείνο, όπου ο Άγιος Επίσκοπος Καισαρείας συμβουλεύει τας σεμνάς παρθένους « ά ρ- ρ ε ν α σ ώ μ α τ α κ ά ν ε υ ν ο ύ χ ω ν ή φ υ λ ά τ τ ε σ θ α ι», διότι καθώς ο βους, του οποίου απεκόπησαν τα κέρατα, διαμένει ουχ ήττον εκ φύσεως κερατιστής και πλήττει όσους άπαντα διά του μέρους εκείνου της κεφαλής, όπου τα κέρατα υπήρχον πριν, ούτω και οι αποτετμημένοι, φλεγόμενοι υπό εκτόπου μανίας δύνανται ακόμη . . . . . . Αλλ' ενταύθα παραπέμπω τον αναγνώστην εις την πραγματείαν του Αγίου, ίνα εύρη το τέλος της φράσεως . Κατά τους κριτικούς επί ασπίδος φαίνεται γραφείσα του Τάσσου η Ι ε ρ ο υ σ α λ ή μ, του δε Αγίου Βασιλείου η παρθενική πραγματεία επί των γονάτων καλής τινος παρθένου φαίνεταί μοι γεγραμμένη.

Κατανυγείς την καρδίαν, έκρινεν επίκαιρον να εμφανισθή, και ανοίξας την θύραν, εισήλθε. Το πρώτον κίνημα όπερ έκαμεν, ήτο να νεύση προς τον Πρωτόγυφτον ίνα αποσυρθή. Ούτος δε αφορμήν περιέμενε, και εξήλθεν ευθύς, προτού η Αϊμά προλάβη να τον παρατηρήση. Αλλ' όμως έστρεψεν ακολούθως το όμμα και είδε την αφάνειαν του Γύφτου. Τότε περιέφερε μετά τρόμου το βλέμμα επί του προσώπου του Πλήθωνος.

Οι καλοί ναύται ηθέλησαν να τω προσφέρωσι πουντς και άλλα θερμά ποτά. Αλλ' άμα ανοίξας τους οφθαλμούς ο μπάρμπα-Διόμας, διά του πρώτου βλέμματος είδε βαρέλια. Το πλοίον ήτο φορτωμένον οίνους. — Όχι πουντς, όχι, είπε διά πεπνιγμένης φωνής· κρασί δώστε μου! Οι ναύται τω προσήνεγκον φιάλην πλήρη ηδυγεύστου μαύρου οίνου, και ο μπάρμπα-Διόμας την ερρόφησεν απνευστί.