Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 12 Ιουνίου 2025
Διά τούτο έσπευδαν να τα βοσκήσουν και να τα κλείσουν κατά τας θερμάς ώρας εις τις βουκολιές, είδος μεγάλων μανδρών σκιαζομένων υπό πλατάνων. Ο Αστρονόμος εθέριζεν εις έν από τα λιβάδια· διακόψας δε την εργασίαν του και παρατηρών την ομίχλην, εφώναξε προς τον Μπαρμπαρέζον, ευρισκόμενον εις γειτονικόν αγρόν: — Βλάβος θα πέση. Αρρώστεια και για τσ' ανθρώπους και για τα κηπικά.
— Μμμμ, ηθέλησε ν' αρθρώση λέξεις τινάς ο θυρωρός, συγκεχυμένος το σώμα και τον νουν, ιδών βαίνοντας τους ξένους ευθαρσώς προς τα έσω, ως ανθρώπους οικείους, αλλά παρατηρήσας τα όπλα αυτών τα καινουργή και τα ξίφη των και τα ξεφτισμένα του μαυριδερού αρχηγού σειρήτια ηρκέσθη να χαιρετίση στρατιωτικώς μετά βίας υπανεγείρων την κοντήν δεξιάν του προς το μέτωπον, μέγα και πλατύ ως τεμάχιον σανίδος.
Και η καθ ημάς εποχή δεν υπήρξε παντελώς άγονος εις ανθρώπους σπουδαίους και αξιομνημονεύτους, όχι μόνον διά την υπερφυσικήν σωματικήν δύναμιν, αλλά και διά την τελείαν σοφίαν• εννοώ δε τον Βοιώτιον Σώστρατον, τον οποίον οι Έλληνες απεκάλουν και εθεώρουν Ηρακλήν, και κυρίως τον φιλόσοφον Δημώνακτα.
Διότι είναι παράλογον να θεωρή κανείς την πολιτικήν ή την φρόνησιν σπουδαιοτάτην, εάν ο άνθρωπος δεν είναι το ανώτερον από όλα εις τον κόσμον. Αφού λοιπόν άλλο είναι το υγιεινόν και το αγαθόν διά τους ανθρώπους και άλλο διά τα ψάρια, ενώ το λευκόν και το ευθύγραμμον είναι το ίδιον πάντοτε, τότε ημπορούμεν και όλοι το ίδιον πράγμα να θεωρούμεν ως σοφόν, ως φρόνιμον όμως κάτι άλλο.
Ενθυμήθηκα τον μακαρίτη τον πατέρα σου, κ' ενθυμήθηκα, πως μια τέτοια παραμονή, σαν είδες του κόσμου τα παιδιά που κρατούσαν ταις σ ο υ ρ β ι έ ς και σ ο ύ ρ β ι ζ α ν τους ανθρώπους μέσ' στον δρόμο, πήρες και συ μια σκούπα και άρχησες να χτυπάς τον πατέρα σου πα στην ράχη και να τον σουρβίζης: Σούρβα, σούρβα! γερό κορμί, γερό σταυρί, όλο γεια και δύναμι, και του χρόν' γεροί!» Έτσι μικρό που ήσουνε, ήξευρες τα λόγια.
Διά τούτο και οι θεοί γνωρίζοντες τα ανθρώπινα, όσους ανθρώπους αγαπώσι, ταχύτερον τους απαλλάττουσι του ζην.
Έκυψεν εις μικράν σχισμάδα, μεταξύ δύο σανίδων του κακώς ηρμοσμένου πατώματος, ή εις ένα ρόζον μιας σανίδος, χάσκοντα, κενόν, και είδε κάτω τους δύο ανθρώπους της εξουσίας, εις το φως το εισδύον διά της θύρας του κατωγείου την οποίαν είχον ανοίξει εκείνοι. — Μωρή! σ' έφαγα . . . τώρα δα πιω το αίμα σου! έκραζεν ο Μούτρος, μη έχων που αλλού να ξεθυμάνη, και απειλών άνευ αιτίας την αδελφήν του.
Σωκράτης Ποίον εκ των δύο, Άνυτε· σ' έχει αδικήσει κανείς από τους σοφιστάς, ή εσύ έτσι εξ εαυτού είσαι εναντίον των; Άνυτος Μα τον Δία, ποτέ μου δεν έχω πλησιάσει κανένα απ' αυτούς εγώ, ουδ' άλλον κανένα θ' άφηνα από τους ιδικούς μου. Σωκράτης Δεν γνωρίζεις λοιπόν τίποτε δι' αυτούς τους ανθρώπους; Άνυτος Και ήτο δυνατόν; Άνυτος Ευκόλως. Διότι ξεύρω ποίοι είναι είτε τους γνωρίζω είτε όχι.
Ο ξένος, σκεφτικός και μελαγχολικός, έλυσε το μουλάρι του από ένα δέντρο, που το είχε δεμένο, κι' ακολούθησε τον προύχοντα, σα χωρίς να θέλη. Όλοι οι Μικροχωρίτες έρριξαν τα μάτια στον ξένο, σα να είταν κάτι τι περίεργο και αφύσικο, που μπορούσε ν' αγρυπνάη τη νύχτα έξω με τα σκυλλιά και με τα σκοτάδια, και να μπαίνη την ημέρα στην εκκλησιά και ν' ανταμόνεται με τους ανθρώπους.
Ή την προσεχή Λαμπρήν ή ποτέ· και πάλιν κατά το Πάσχα δεν θα ετελείτο ο γάμος, αλλ' ο επίσημος αρραβών, τον οποίον θα επηκολούθει ο γάμος μετά δύο μήνας. Τότε πάλιν εσκέφθη ο Μανώλης να φύγη εις τα βουνά και να κόψη πάσαν σχέσιν με τους ανθρώπους. Αλλά δεν εβράδυνε να εννοήση ότι του ήτο αδύνατον πλέον ν' απομακρυνθή από το χωριό. Ήτο δεσμώτης.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν