United States or Cuba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το βλέπω, παππαδιά μου, απεκρίθη ο γέρων, προσπαθών ανεπιτυχώς να καταβιβάση εις ψιθυρισμόν και ούτος τον ήχον της βραγχώδους φωνής του. Το βλέπω, αλλά είναι ανάγκη να 'ξυπνήση. — Τι τρέχει; Τι τον θέλεις; — Δεν τον θέλω εγώ, δόξα σοι ο Θεός! Ο λεπρός τον θέλει. — Κύριε ελέησον! Ο λεπρός! επανέλαβεν η παππαδιά.

Με τον πρώτον ήχον της φλογέρας η επιδερμίς της ανεσηκώθη κ' αι οφρύς της συνεσπάσθησαν βιαίως· με τον δεύτερον ησθάνθη κάτι θερμόν και ψυχρόν εναλλάξ, ανακινούμενον εις την ράχιν της· με τον τρίτον ενόμισεν ότι ρευστόν τι, οξέως θερμόν, διεκλαδίσθη καθ' όλα αυτής τα μέλη κ' έφθασε μέχρι των άκρων, νύσσον πάντοτε ωσεί βιαζόμενον να εκρεύση εκείθεν.

Πρέπει λοιπόν ν' αποφεύγη τοιούτον περιβάλλον ο ρήτωρ, καθότι εκτός των άλλων και η φωνή του ταράσσεται και χάνει την ευκρίνειαν και την καθαρότητα εις μέρος τόσον εύηχον, το οποίον αντιλαλεί και αντιφωνεί και αντιλέγει, και καλύπτει την φωνήν η ηχώ, όπως η σάλπιγξ τον ήχον των αυλών εάν συμπέσουν, ή τους κελευστάς η θάλασσα, όταν συνοδεύουν την κωπηλασίαν με άσμα συγχρόνως με τον θόρυβον του κύματος• διότι επικρατεί ο μεγαλείτερος ήχος και καλύπτει την ασθενεστέραν φωνήν.

Αλλά το βλέμμα της νύμφης, καίπερ μειδιών, δεν έλεγε τούτο· εξέφραζε μάλλον οίκτον εκ συγκαταβάσεως και χαρίεσσαν περιφρόνησιν. Μετ' ολίγον δε τω είπε και διά λέξεων τα αυτά περίπου. Η φωνή της ήτο γλυκεία και συμπαθής. Ο Αννίβας ήκουεν αυτήν απλήστως, προσέχων μάλλον εις τον ήχον ή εις την έννοιαν των λέξεων.

Εάν ήτο κανείς ακαμάτης ή ξιππασμένος, τα «ελλενικά» του θα επροκάλουν το μειδίαμα, όπως αι θεωρίαι του Αστρονόμου, και το κοντόν και σχιστόν εις την ράχην γελέκι του θα εφαίνετο ένδυμα γελωτοποιού. Όσον επανελάμβανον λοιπόν αι γυναίκες το καινοφανές όνομα, τόσον ανεκάλυπτον χάριν και ευγένειαν εις τον απαλόν του ήχον και την στιλπνότητά του.

Μεταξύ των νεκραναστάντων πολλοί διηγήθησαν ότι ήκουον τα πέριξ αυτών λεγόμενα, τας οιμωγάς των θρηνούντων αυτούς συγγενών και φίλων, τον ήχον των κωδώνων, την ψαλμωδίαν των ιερέων, τον επί του μετώπου αυτών ύστατον ασπασμόν και το χώμα καταπίπτον επί των σανίδων του φερέτρου. Αλλ' εν τούτοις αδύνατον ήτο αυτοίς ν' ανακράξωσι: «Μη με θάπτετε ζώντα

Και το βήτα πάλιν δεν έχει ούτε ήχον ούτε κρότον, ούτε τα περισσότερα στοιχεία. Ώστε πολύ ορθόν είναι να λέγωνται αυτά ότι δεν έχουν λόγον, αφού από όλα αυτά, τα ζωηρότερα επτά, μόνον φωνήν έχουν, λόγον όμως δεν έχουν ουδέ τον παραμικρόν. Σωκράτης. Θεαίτητος. Έτσι φαίνεται. Σωκράτης. Τι λοιπόν; Ορθώς απεδείξαμεν άραγε ότι το στοιχείον δεν είναι δυνατόν να γνωρισθή αλλά μόνον η συλλαβή; Θεαίτητος.

Και περιορισθείσα, αυτή και η κόρη της εις το σκοτεινόν και αραχνιασμένον κατώγειον, παρεχώρησαν το επάνω πάτωμα εις τον κυρ-Δημάκην, ον εθεώρουν πλουσιώτατον. Πλην εις μάτην ολοκλήρους νύκτας εξενύκτισαν μήτηρ και κόρη, παραφυλάττουσαι ν' ακούσουν τον μεθυστικόν του χρυσίου ήχον. Ο κυρ-Δημάκης ήτο προφυλακτικώτατος.

Έψαλε το «Θεαρχίω νεύματι» και εις τους οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κυρ-Δημητρός, «δεν εύρισκεν εύκολα τον ήχον», ήτοι δεν ηδύνατο να μεταβή αβιάστως και άνευ χασμωδίας από ήχου εις ήχον. Εις το τέλος του Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε το Συναξάρι, και, χωρίς να πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν άρχισε τον εξάψαλμον.

Το ήκουε πάλιν τόρα μετά δέκα έτη, και ανεγνώριζε τον ήχον, αν και δεν εγνώριζε το όπλον ειμή κατά παράδοσιν.