Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 3 Μαΐου 2025


Την ήκουεν εις πάντα ήχον της φύσεως, εις πάσαν ασχολίαν της ζωής του, εις πάσαν σκέψιν του και πάντα λογισμόν. Η ζωή του η επί της γης ήτο ωσάν μία επιγραφή, εις την οποίαν ενεγράφετο η λέξις Θεός. Γεγραμμένον εν τω μυχώ της συνειδήσεώς του, γεγραμμένον εις τας κοινοτέρας δοκιμασίας του, γεγραμμένον με ακτίνας ηλίου, γεγραμμένον με των άστρων το φως, ανεγίνωσκε παντού το όνομα του Πατρός του.

Αλλά επί πολλά λεπτά η καρδιά εξηκολούθει να κτυπά με πνιγμένον ήχον. Αλλ' όμως κανείς τόσον αδύνατον ήχον δεν μπορούσε πλέον ν' ακούση διά μέσου του τοίχου. Τέλος εσταμάτησεν. Ο γέρων είχεν αποθάνει. Ξανάβαλα το κρεββάτι εις την θέσιν του και παρετήρησα τον νεκρόν. Ναι, ήτο άκαμπτος ως νεκρός. Εστήριξα το χέρι εις το μέρος της καρδιάς και το εκράτησα έτσι επί τινα λεπτά. Δεν εκτυπούσε πλέον.

Εις τον ήχον εκείνον πλήθος οφθαλμών μαύρων, κυανών, φαιών ή καστανοχρόων αποτινάξαντες τον ύπνον, ήστραψαν ως αστέρες εις το ημίφως του θαλάμου, προσηλούμενοι μετά περιεργείας επί των δύο απροσδοκήτων ξένων.

Έκυψεν εις την εστίαν και ήρχισε να φυσά διά φυσητήρος καλάμου. Είτα επανέλαβεν: — «Έδωκας ηγούμενε, των καλογήρων διακόνημα...» Έψαλε τούτο εις ήχον τέταρτον, μεθ' ο εις πεζόν λόγον προσέθηκε: — Πού τους βρίσκει, ο γέροντάς μου, και τους μαζώνει! Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Και να έφερναν τίποτε πρόσφορα, το ελάχιστο! Σαν είσ' αββάς, βάστα!

Απετελείτο δε το άσμα του από φράσεις και λέξεις, αίτινες δεν είχον πολλάκις σχέσιν μεταξύ των, αλλ' απλώς εχρησίμευον διά να πληρούν τον ρυθμόν και υποβαστάζουν τον ήχον.

Και όταν πλέον απαυδήσας εστήριζον τα νώτα μου εις τον τοίχον παρά την εστίαν, και ο ύπνος απατηλός ήρχιζε να βαρύνη τα βλέφαρά μου ημίκλειστα, τότε ήκουα τον γλυκύν του κώδωνος ήχονμέσ' 'ς τα μεσάνυκταεπετιόμουν επάνω πτερωτός, ελαφρός ως πτηνόν.

ΑΙΝΟΒΑΡΒΟΣ. Ιδού πώς ήτο. Το πλοιάριον επί του οποίου επέβαινεν, όμοιον προς απαστράπτοντα θρόνον, έλαμπεν επί του ύδατος· η μεν πρύμνα αυτού ήτον εκ χρυσού σφυρηλάτου, τα δε ιστία πορφυρά και τόσον αρωματώδη, ώστε οι άνεμοι εθώπευον αυτά ερωτύλως· αι αργυραί κώπαι, κινούμεναι ερρύθμως προς τον ήχον των αυλών, παρώτρυνον το υπ' αυτών διωκόμενον ύδωρ να επανέρχεται ταχύτερον, ωσεί ησθάνετο έρωτα προς τα κτυπήματά των.

Σήκωσαν τα ποτήρια τους και τάφεραν στα χείλια μ' ένα σιγαλό χαιρετισμό, χωρίς να τσουγκρίσουν τα ποτήρια. Όλ' αυτά έγιναν με μια ησυχία μοναδική, χωρίς ήχον ή λόγο.

Και ευλόγως δεν έχουσιν, αφού ο ήχος είναι κίνησις αέρος. Οι δε ιχθύες, οίτινες λέγεται ότι έχουσι φωνήν, ως οι εν τω Αχελώω, παράγουσιν ήχον διά των βραγχίων ή άλλου τοιούτου οργάνου. Η φωνή λοιπόν είναι ήχος ζώου και δεν παράγεται διά του τυχόντος μέρους.

διατί ή χ ο ν α ρ γ υ ρ ό ν; διατί λέγει, η μ ο υ σ ι κ ή μ ε ή χ ο ν α ρ γ υ ρ ό ν; Εδώ σε θέλω, Σίμε Λαγουτάρη. Α’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Το λέγει, διότι το αργύριον έχει γλυκόν ήχον. ΠΕΤΡΟΣ Περίφημα! Τί λέγεις εσύ, Τρίχορδε; Β’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Λέγω ή χ ο ν α ρ γ υ ρ ό ν, διότι οι μουσικοί παίζουν διά το αργύριον. ΠΕΤΡΟΣ Εξαίρετα! Και συ, κυρ Δοξαρά; Γ’ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Δεν 'ξεύρω τι να 'πώ εγώ. ΠΕΤΡΟΣ Εγώ να σας το ειπώ.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν