Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 20 Ιουνίου 2025


Ο Κιαμήλης εβγήκε, και άργησε να έλθη, μα δεν είναι τίποτε. — Δόξα σοι ο Θεός! είπον τότε εγώ, αναπνεύσας. Εφοβήθην μην ησθένησεν. Αφού είναι καλά, θα έλθη όπου και αν είναι. — Δόξα σοι ο Θεός! επανέλαβεν η γραία στενάζουσα βαθέως. Και ως εάν ήτο υπερβολική ζέστη, ήνοιξε το γιασμάκιόν της πλέον ή ότι το έκαμε μέχρι τούδε ενώπιόν μου, και ήρχισε να αερίζηται διά της μιας αυτού άκρας.

Έλαβε λοιπόν το κηρίον και έτρεξεν εις τους κοιτώνας. Εις τον πρώτον ήνοιξε το παραπέτασμα της θύρας και φωτιζόμενος υπό του κηρίου παρετήρησε. Και εκεί ουδείς ήτο.

Τότε δε ο Κύριος ήνοιξε την καρδίαν Του εις την μικράν χορείαν των αγαπώντων Αυτόν, και απηύθυνε τους λόγους εκείνους του αποχαιρετισμού, τους οποίους διετύπωσεν ημίν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης.

Ο Κ. Σπυράκης υπεσχέθη ότι θα έλθη το πρωί να μας παραλάβη και συνοδεύση, καθώς συνεφωνήθη, διά να ίδωμεν τα αξιοπερίεργα της νήσου. Την θύραν μας ήνοιξε και πάλιν η γραία υπηρέτρια. Η Κυρία Σοφία δεν εφάνη, έτι δε ολιγώτερον η Κυρία Ελένη. Εις απάντησιν ερωτήσεως του Κ. Μελέτη, απορούντος δήθεν διά την μη εμφάνισίν των, η Μαρία τον επληροφόρησεν ότι αι κυρίαι εκοιμήθησαν.

Δεν τα φοβούμαι τα στοιχειά εγώ, θεια Μαχώ. Ο Φάλκος ήνοιξε την θύραν. Ο Σταμάτης εφάνη εις το χάσμα της θύρας, συνοδευόμενος από την γρηά Φαλκίτσα, την μάμμην του και μάμμην του Φάλκου, μητέρα δε της Μαχώς. Η γρηά Φαλκίτσα, κοντή και κυρτή συμμαζωμένη, έβλεπε καλά την νύκτα, καθώς έκυπτε προς την γην, είχε γερά πόδια, κ' επάτει με βήμα ελαφρόν. Ο Σταμάτης αφήκε κραυγήν θριάμβου.

Η λυγερή διετήρησε την θέσιν της εις την γωνίαν άφωνος και ακίνητος, συγκρατούσα την αναπνοήν της εκ του τρόμου. Αλλ' η θύρα του οικίσκου εκινείτο θορυβωδώς εκ των βιαίων λακτισμάτων του Στάθη. Και η Σμάλτω συνήλθε τέλος κ' εγερθείσα ήνοιξε την θύραν, νεύουσα χαμαί την κεφαλήν, φοβουμένη μήπως διακρίνη επί του προσώπου της το σφάλμα ο Στάθης, τρέμουσα όλη, ως το φυλλοκάλαμον.

Άπαξ μόνον ήνοιξε τους οφθαλμούς, το δε βλέμμα του εμαρτύρει ότι μας ανεγνώριζεν, αλλά δεν ηδυνήθη να προφέρη λέξιν και έκλεισε πάλιν τα βλέφαρα. Η αναπνοή του εξήρχετο δυσκολωτέρα του στήθους, και εφαίνετο ότι τον βασανίζει η δύσπνοια.

Δεν είχαν δίκαιον; Το κατ' εμέ ουδέποτε θα λησμονήσω την στιγμήν εκείνην, την οποίαν ουδέ συ, είμαι βεβαία, ελησμόνησες. Το υπερήφανον εκείνο παράστημα, η ευγενής μορφή, η σεμνή αναβολή, το εγκρατές και μεμετρημένον των κινήσεων, το ιλαρόν και ατάραχον βλέμμα του ρήτορος με εγοήτευσαν αληθώς, πριν ή εκείνος ανοίξη τα χείλη του. Και όμως ποία με ανέμενεν ακόμη γοητεία, ότε ήνοιξε το στόμα!

Πριν ξεκρεμάση τον «φύλακα» από της μασχάλης του, ο Γέρος πεινασμένος ήνοιξε το δουλάπι, αλλ' ουδέ ψυχίον άρτου εύρεν εκεί. Η γραία είχεν εξέλθει ίσως προς ζήτησιν άρτου. Η ατυχής Πατρώνα εκάθητο ζαρωμένη πλησίον της εστίας, αλλ' η εστία ήτο σβεστή. Αλλ' η στάκτη ήτο υγρά. Σταλαγμοί ύδατος, εκ χιόνος τακείσης ίσως διά τινος λαθραίας και παροδικής ακτίνος ηλίου, είχον ρεύσει διά της καπνοδόχου.

Μόνον ήνοιξε το δοχείον, είδε το χρυσίον και εν μεγίστη βία επανακλείσας πάλιν τούτο επανήλθεν εις την αίθουσαν των ξένων κομίζων τον θησαυρόν της Μονής.

Λέξη Της Ημέρας

ολύμπου·

Άλλοι Ψάχνουν