Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Σεπτεμβρίου 2025


η μικρά Τοτώ, βλέπουσα ατενώς προς με, αφήκεν ακράτητον επιφώνημα χαράς, κ' έλαμψε το προσωπάκι της, το στόμα της, τα μάγουλά της όλα εμόρφασαν κ' εμειδίασαν άρρητον μειδίαμα αγαλλιάσεως. Το πράγμα μου επροξένησεν αίσθησιν. Φαίνεται τωόντι ότι έχουν άφατον άρωμα και κάλλος, μαρτυρούμενον η «εκ στόματος νηπίων και θηλαζόντων», αυτά τα εμπνευσμένα άσματα της αγίας Εκκλησίας μας.

Ο Λαλεμήτρος έκθαμβος από την άρρητον χαράν της επανόδου του, κρατών εις χείρας ακόμη το αντίδωρον μετ' ευλαβείας αρχαίου νεοφωτίστου, με τα μαύρα τσόχινα ρούχα του, το κάτασπρον υποκάμισόν του, και με την χρυσήν καδένα του, αλλά με υπόλευκον πλέον την κόμην, προσηύχετο ακόμη εκεί τας τελευταίας προς τον άγιον ευχάς του.

Διϊσχυρίζοντο όμως τινές ότι τον έβλεπον συχνά διατρίβοντα ή περιδιαβάζοντα εις τους όπισθεν της Ακροπόλεως λόφους πότε μόνος πότε με τον κυρ- Μιχάλην, όστις χηρευμένος πλέον και ασφαλής από κάθε εξέλεγξιν, δεν τον εγκατέλιπε ποτέ, αισθανόμενος πάντοτε άρρητον ηδονήν να ακούη την εξήγησιν των χρησμών περί του Αγίου Βασιλέως, και να εντρυφά εις τα σύνορα μιας απεράντου Ελλάδος, να σχεδιάζη δε το καφενεδάκι οπού πολύ γρήγορα, καθώς επέμενε, θα άνοιγεν απέξω από την Αγίαν Σοφίαν.

Ο οψοπώλης μου και ο κουρεύς σας και ο ράπτης του φίλου σας ήσαν έντιμοι άνθρωποι, ζώντες ανέτως από του έργου των και τρώγοντες εγχώριον άρτον από εγχωρίων αλεύρων. Ολίγα εκέρδαινον από της εργασίας αυτών, αλλά τα κέρδη των ήσαν προϊόν ιδρώτος και κόπων, και η εξ αυτών αυτάρκης απόλαυσις είχε την άρρητον εκείνην γλυκύτητα, ην παρέχει η εσπερινή ανάπαυσις μετά ημερήσιον μόχθον.

Αν και δεν έλαβε ποτέ επιστολήν, αν και δεν έμαθε ποτέ καμμίαν περί του υιού της είδησιν, όμως μυστικόν τι συναίσθημα εν εαυτή της έλεγε κρυφά ότι ο υιός της ζη, και ότι θα έλθη· και θα έλθη τα Χριστούγεννα «καπετάνιος». Και ελειτούργει τους ναούς, και ήναπτε κηρία διπλά και τριπλά εις τας αγίας Εικόνας, και έτρεχεν ακούραστος κατά Σάββατον «εις το Χωριό», εις την παλαιάν της νήσου κώμην, το έρημον φρούριον, όπου αφήσαμεν τους ποιμένας, ν' ανάψη τας κανδήλας του Χριστού, της ωραίας εκείνης εκκλησίας, διά την οποίαν ησθάνετο άρρητον συμπάθειαν.

Αυθορμήτως ο Μαθιός ύψωσε τας κώπας και τας εκράτησεν επί μακρόν επί της κωπαστής, και έμεινεν εν ηρεμία, όμοιος με το λευκόν πτηνόν της θαλάσσης, το κύπτον χαριέντως προς το κύμα, ακινητούν επ' ολίγας στιγμάς, με την μίαν πτέρυγα κάτω, την άλλην άνω, πριν εφορμήση και συλλάβη το κολυμβών οψάριον και το ανυψώση ασπαίρον και λαχταρίζον εις τον αέρα. Ησθάνετο γοητείαν άρρητον.

Λέξη Της Ημέρας

ορέων·

Άλλοι Ψάχνουν