United States or Montserrat ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κουδουνίσματα παράξενα, με κρυστάλλινους αχούς αγροικιώνταν από ψηλά και κάτω, και πρόβαλαν και πηδούσαν κι έσερναν λιθάρια και στουρνάρια στη φευγάλα τους κατάμαυρα αγριόγιδα, πετροχελίδονα πετούσαν από βράχο σε βράχο, αετοί και γεράκια έφευγαν κι έρχουνταν ήσυχα και καμαρωτά, με βασιλικό μεγαλείο μέσα στην ανεμοζάλη, τσακάλια ουρλιώνταν στα σκεπασμένα από πυκνούς πέπλους βροχής, πλάγια των βουνών.

Μόνον η κλαβανή ήτον ανοικτή. Μετά μίαν στιγμήν, ανήρχετο και ο δεύτερος ο μόσκηνός του. — Τώστριψε; — Τώδωκε απ' την καταρρήχωσι χάμω . . . — Και τον εχούιαξες; . . . Δεν τον επρόκαμες; — Έφαγα κατραπακιά! . . . Α! μα φευγάλα . . . Εφτά μίλια την ώρα! . . .

Εκρατείτο σπασμωδικώς από τον πρυμναίον ζυγόν, από τον θριγκόν της πρύμνης. — Βγάλε με! βγάλε με! εκραύγασε. — Τι έπαθες, βρε άνθρωπε, σε καλό σου! — Βγάλε με, όξου, δεν μπορού. Δεν μπορού τη φευγάλα τσ' βάρκας. — Μη φοβάσαι, δεν είνε φουρτούνα. &Μπονάτσα&, κάλμα. — Βγάλε με όξου, σ' λένε. Τι μ' κρένεις αυτού; — Τώρα λιγάκι κ' εφθάσαμε. Κάμε το σταυρό σου. Τράβα μια ρακιά.

« Δέκα χιλιάδες έσερνε » Πεζούρα και καβάλλα, »'Σάν άναψεν ο πόλεμος » Κι' άρχισε το τουφέκι, » Τουρκαλβανός δε μπόρεσε, » Μπροστά μας πλειό να στέκη. » Γυρίζουν 'πίσω τα σκυλιά, » Το βάνουντη φευγάλα. «'Σ τη Δέμβρονα επέταξα, » Τους Τούρκους εκεί κλείω » Στο κάστρο.

Κι ο Δάφνης, αφού αφιέρωσε το δικό του το μικρό στον Πάνα κ' εφίλησε τη Χλόη, σαν να τήνε βρήκε ύστερ' από αληθινή φευγάλα, εγύριζε το κοπάδι στη στάνη παίζοντας το σουραύλι.