Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και ναι μεν η εδική μας δεν ήτο δυνατόν να τελειώση ούτως αστραπηδόν, αλλ’ ήδη κατ' αυτάς τας πρώτας ημέρας των μετά του υπουργείου της αστυνομίας συνεννοήσεών μου, διετάχθησαν εν τη επαρχία ημών πολλαί συλλήψεις, ο δε υιός της φίλης ημών Οθωμανίδος, ο ανακριτής, όλως ζήλος και αφοσίωσις, εξεκίνησεν εκ της πρωτευούσης, συνοδευόμενος υπό του αδελφού μου, κ' εφωδιασμένος με πάσαν πληρεξουσιότητα προς ανάκρισιν των συλληφθέντων και προς καταδίωξιν άλλων υπόπτων.

Η Ιωάννα είχε καθίσει επί μαρμαρίνου εδωλίου, ο δε Φρουμέντιος κατακλιθείς παρά της φίλης του τους πόδας εδείκνυεν αύτη τον ναόν της Απτέρου Νίκης, ευχόμενος ο έρως αυτών να διαμείνη άπτερος ως εκείνη. Τοιαύτα λέγοντες και διά φιλημάτων διακόπτοντες πολλάκις τον λόγον, ως οι συγγραφείς διά κομμάτων τας περιόδους, απεκοιμήθησαν τέλος πάντων επί στιλπνού στρώματος εκ πεντελικού μαρμάρου.

Μετά τινα καιρόν ο κύριος επέστρεψε χαρίεις, εύθυμος· τον υπεδέχθη η κυρία σοβαρά. — Πού ήσουν, κύριε; — Εις ενός φίλου, αγαπητή. — Δηλαδή, εις μιας φίλης. — Αστειεύεσαι, φιλτάτη. — Καθόλου, κύριε· είνε περιττή η προσποίησις· τα έμαθα όλα.

Διά να θαυμάσητε δε το ύψος και το κάλλος της φιλοπατρίας των, θέλω σας διηγηθή τινα εκ των παραδειγμάτων τούτων, εύελπις ότι το ιερόν πυρ, το οποίον εθέρμανε τας καρδίας των προγόνων μας προς δόξαν της αρχαίας Ελλάδος, θέλει θερμάνει και τας ιδικάς σας καρδίας προς παρηγορίαν της φίλης πατρίδος. Κατά τους αρχαίους χρόνους οι Αθηναίοι, πριν ή δημοκρατηθώσιν, έζων υπό βασιλείς.

Ούτω κατεκλίθη πλησίον της και την μοιραίαν εκείνην νύκτα, ης ολέθριον παρεσκεύαζε το τέλος η περιέργεια της ερωμένης του, μετά μικρόν δε ύπνος γλυκύς έκλεισε τα βλέφαρα του θεού, και η ξανθή του κεφαλή εναρκώθη ηρέμα επί του λευκού τραχήλου της φίλης του.

Η Πηγή εσταύρωσε τους δακτύλους της και προτείνουσα τον σταυρόν προς τον Μανώλην του είπε: — Φίλησ' εκέ! Ο Μανώλης έσκυψεν, αλλ' από του σταυρού το φίλημα μετεπήδησεν εις το μάγουλον. Η Πηγή προσεπάθησε να τον απωθήση, αλλ' ο Μανώλης ήτο πλέον ακράτητος. — Πηγιό μου, εψιθύριζεν, εγώ εσέν' αγαπώ κιόχι άλλη. Και οι δυνατοί του βραχίονες την περιέσφιγγον, ενώ τα χείλη του ανεζήτουν το στόμα της.

Ο παπα-Πασκάλε ήταν μέσα στο εξομολογητήριό του και δεν είχε σκοπό να βγει από εκεί, παρ’ όλο που η Νατόλια τον περίμενε με καφέ και βουτήματα μέσα σ’ ένα κάνιστρο στο σκευοφυλάκιο. Βλέποντας να καταφθάνουν οι δυο αδελφές για να εξομολογηθούν, η υπηρέτρια έκανε μια χειρονομία απογοήτευσης και σκέφτηκε ότι θα ήταν καλύτερα να πάει να ζεστάνει τον καφέ στης φίλης της, της Γκριζέντα.

Μετ' ου πολύ συνασπισθέντες οι εχθροί επανήλθον μετά πολυαρίθμου στρατού, και οι μεν Βενετοί προδώσαντες την επανάστασιν εγκατέλιπον τους ημετέρους, οι δε αρχηγοί αυτής απαξίωσαν να καταθέσωσιν τα όπλα και οι πλείστοι απέθανον μαχόμενοι υπέρ της φίλης πατρίδος.

Και ήτο μεν ικανός να καταπίη διακόσια κάστανα χωρίς να αισθανθή το παραμικρόν εις τον στόμαχον βάρος, αλλά παρά της φίλης του ούτε χάσμημα ούτε ψυχρόν βλέμμα ηδύνατο να χωνεύση· και ταύτα μετά επταετίαν διηνεκούς συζυγικής συμβιώσεως!

Και τότε η παλαιά ηχώ, διά του στόματος της φίλης της χθες, της εχθράς της σήμερον, επανέλεγε: «Παλαβή!.. σκασμένη!.. φριμμένη! . . . που την πιάνει!. . . . » Και τούτο θα έφθανε και εις τα ώτα παντός υποψηφίου μνηστήρος . . . Πλην, αν ήρχετο ο Θανάσης από την Αμερικήν, κ' έφερνε τόσον χρυσίον, όσον ωνειροπόλει η μήτηρ, το προηγούμενον εκείνο θα ήτο πολύ μικρόν εμπόδιον διά τους επιδόξους γαμβρούς.