Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 29 Σεπτεμβρίου 2025


Και δώσας έν γρονθοκόπημα επί της κεφαλής του, ήρχισε να περιπατή άνω και κάτω εντός του δωματίου εν μέσω του αυξάνοντος σκότους, μέχρις ου η Φλουρού εισελθούσα απέθεσε τον λύχνον επί της τραπέζης και εξήλθε πάλιν εν σιωπή. Ο καθηγητής εστάθη προσηλών τα βλέμματα εις το φως του λύχνου.

Βενέδικτος αντικατέστησε τον οίνον διά του ζύθου επί της τραπέζης των κοινοβίων, έζων εν τοις καπηλείοις ως οι αρχαίοι Έλληνες εις την αγοράν.

Τραγουδισταί και ακροαταί είνε συνήθως οι αυτοί, ή, αν ήνε διάφοροι, ισοπεδούνται όμως ταχέως υπό του ρητινίτου και ώτα και φωναί, η συναυλία ευρύνεται, και όσοι δεν ψάλλουσιν, υποκρούουσιν επί τέλους διά των ποτηρίων ή των γρόνθων αυτών επί της τραπέζης.

Κ' ένας ψηλός υπάλληλος της Τραπέζης που τραγουδεί διαρκώς μα τόσο περιπαθώς κι είνε τόσο έξυπνος, σπίρτο μονάχο από ευφυία.

Και ο δημόσιος κήρυξ διαταχθείς από τον έπαρχον, ένα δίπηχυν φουστανελοφόρον, εκραύγαζε κτυπών επί της τραπέζης το σφυρίον του. — 32 χιλιάδες μία! 32 χιλιάδες δύο! τριάντα δύο χιλιάδες ο φόρος του ελαίου! Και μετ' ολίγον προσέθετε: — Έχει άλλος; Θα πάρη τέλος.

Εστραμμένη προς το πυρ δεν επρόσεχε τι συνέβαινεν εκεί πλησίον της, όπισθέν της, επί της τραπέζης του μαγειρείου, όπου κατέκειντο απαράσκευα έτι τα όψα της ημέρας, κρέατα και ιχθύς και τυρός και άρτος και λάχανα, ανάμικτα πάντα εις άμορφον σωρόν. Αίφνης επεστράφη, και είδε τον ληστήν πηδήσαντα ήδη επί της τραπέζης. Δεν ηξεύρω πώς και εις πόσον καιρόν συνέβη ό,τι κατόπιν είδα.

Εν τούτοις έλαβε την χείρα της Αϊμάς, και τη είπε με στυγνήν φωνήν·Υπάγωμεν. — Πού υπάγομεν, Μάχτο; ηρώτησεν η κόρη. — Εις την άλλην πόρταν, εψέλλισεν ο άγνωστος. Η Αϊμά τον ηκολούθησεν εν σιγή· ο ξένος την ωδήγησεν ουχί διά της αυλής, αλλά διά των ευρέων διαδρόμων του μαγειρείου και της τραπέζης. Η Αϊμά εβάδιζε μετά καρτερίας και αποφάσεως, ο δε ξένος εφαίνετο κατεχόμενος υπό δεινής αγωνίας.

Εκεί ταμιεύεται πλέον παν οστούν γυμνωθέν υπό τους οδόντας της οικοσίτου γαλής, και παν άρτου κατάρρυπον θρύμμα, σαρωθέν από πάσης γωνίας του οίκου. Εκεί παν λαχάνου εξώφυλλον και πάσα δαυκίου ουρά. Εκεί των κενών ωών τα κελύφη και τα σπογγίσαντα το τηγάνιον τεμάχια χαρτιού. Εκεί τέλος παν απόβλημα της τραπέζης και όλα των ερμαρίων τα περιττώματα.

Αι ταλαίπωροι αδελφαί μου ετάφησαν εις το σκότος του σιδηρού κιβωτίου, και ουδέν πλέον ήκουσα περί αυτών. Ίσως συνηντήθημεν εις το στάδιον του πολυταράχου ημών βίου, χωρίς να γνωρισθώμεν, ίσως παρήλθομεν εγγύς αλλήλων, χωρίς να το αισθανθώμεν καν. Μετά τινας στιγμάς εκείμην επί κομψής κομμωτηρίου τραπέζης, θωπευομένη υπό του ιλαρού βλέματος της νέας μου κυρίας.

Σου έφερα φαγί, είπεν η Σιξτίνα, αποθέτουσα επί της τραπέζης πινάκιον. — Ευχαριστώ, είπεν η Αϊμά. — Η ηγουμένη επιτρέπει να τρώγης λάδι, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν με μέλει δι' αυτό, απήντησεν η Αϊμά. — Τούτο το εκάμεν επειδή ήσουν αδύνατη. Άλλως πως οι κανόνες του μοναστηρίου δεν το επιτρέπουν, επειδή είνε σαρακοστή. Η Αϊμά εσίγα. — Φάγε, κόρη μου, είπεν η Σιξτίνα. — Δεν πεινώ.

Λέξη Της Ημέρας

φώκαι

Άλλοι Ψάχνουν