Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εφάνη εις όλους τότε ως να εσήμαιναν τα Χριστούγεννα και όλοι, ανεπαισθήτως, έκαμαν τον σταυρόν των.

Εγώ σε γνωρίζω διά τιμημένον, και γενναίον άνθρωπον, και διά τούτο με όλον το θάρρος σου μιλώ· όμως να μου τάξης με όρκον ότι θα με υπακούσης. Εγώ τότε της έταξα, και της ωρκίσθηκα ότι θα κάμω χωρίς καμμίαν αντίστασιν το ό,τι ήθελε με προστάξη.

Αλλ' όταν είδε την πενθεράν του να φωνάζη και να χειρονομή τόσον μακράν, ώστε δεν ηδύνατο ν' ακούη τι αυτή έλεγεν, οδηγούμενος μόνον από την διεύθυνσιν των χειρονομιών της, είδε την Φραγκογιαννού να φεύγη προς το μέρος του δάσουςτότε, έτρεξε προς το μέρος εκείνο, κ' εφώναξε μεγάλη τη φωνή προς την Φραγκογιαννού·Τι είναι; . . . Τι τρέχει;

Αλλ' ο αδελφός μου διά πολλών εντέχνων λόγων με κατέπεισε να υποστώ το δεινόν τούτο, και τότε έγραψα προς την σύζυγόν μου να στείλη την κόρην μας εδώ ίνα την δώσω εις γάμον προς τον Αχιλλέα, του οποίου η έξοχος φήμη θα ήναι τιμή και καύχημα του οίκου μας. Διότι, έγραψα, ο Αχιλλεύς αρνείται να συμπλεύση μετά των Αχαιών, εάν πρότερον δεν φέρη την κόρην ημών ως σύζυγόν του εις την Φθίαν.

Είπε κ' εκείνος έτρεμε χειρότερα, ως τον φέραν αυτούτην μέση• τότε οι δυο τα χέρι' ανασηκώσαν, κ' εσκέφθηκε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας, 90 να τον κτυπήση ώστε νεκρόςτον τόπο αυτού να πέση, ή μ' ένα γλυκύ κτύπημα να τον ξαπλώση χάμου, κ' ηύρηκε συμφερώτερο γλυκά να τον κτυπήση, μη τον νοήσουν οι Αχαιοί• και ως ανασηκωθήκαντον δεξιόν ώμο κτύπησεν ο Ίρος, και ο Οδυσσέας 95 εις το ριζαύτι, κ' έσπασε μέσα τα κόκκαλ' όλα, και κόκκιν' αίμ' ανάβρυσεν ευθύς από το στόμα• χάμου με βόγγον έπεσεν, ελάκτισε το χώμα, έκρουσε ομού τα δόντια του, και οι θαυμαστοί μνηστήρες από τα γέλι' απέθαναν σηκόνοντας τα χέρια. 100 και μέσ' από το πρόθυρο τον έσυρ' ο Οδυσσέας απ' ένα πόδι ως την αυλή, 'ς την θύρα της αιθούσης, καιτης αυλής τον έγυρε το φράγμα να καθίση, ραβδίτο χέρι του 'βαλε, κ' εφώναζεν εκείνου• «Κάθου αυτού τώρα, των σκυλιών και χοίρων να 'σαι διώκτης, 105 και όχι να ήσαι των πτωχών και ξένων επιστάτης, ελεεινέ, μήπως κακό χειρότερο απολαύσης».

Διότι, εάν εγίνετο μόνον αφαίρεσις από το πρώτον, χωρίς όμως να προστεθή εις το δεύτερον, τότε τούτο το δεύτερον θα ήτο περισσότερον κατά το απλούν. Επομένως τόρα είναι περισσότερον μίαν μεν φοράν κατά την διαφοράν από το μέσον, και μίαν φοράν κατά το αφαιρεθέν από το πρώτον.

Ενώ, αν αποφασίση να κηρυχθή θερμός, ή και χλιαρός, υπέρ του ενός κόμματος, τότε, ενώ του κόμματος τούτου θα εφελκύση ασφαλώς την εμπιστοσύνην, δεν είνε παράξενον να προκαλέση κολακείας και φιλοφρονήσεις και από το άλλο κόμμα, οι άνθρωποι του οποίου θα προσπαθήσουν με κάθε τρόπον να τον κάμουν να τα γυρίση, ή θα πασχίσουν τουλάχιστον να τον μετριάσωσιν.

Αλλά τότε; Να παραδεχθώμεν ότι έχει μεν νουν, όχι όμως και ζωήν; Θεαίτητος. Πώς είναι δυνατόν; Ξένος. Αλλά πάλιν; Να ειπούμεν ότι αυτά και τα δύο υπάρχουν εις αυτό, όχι όμως ότι τα έχει αυτό εντός της ψυχής του; Θεαίτητος. Και πώς αλλέως είναι δυνατόν να τα έχη; Ξένος. Αλλά πάλιν; Να έχη νουν και ζωήν και ψυχήν, να είναι όμως εντελώς ακίνητον, ενώ είναι έμψυχον; Θεαίτητος.

Επειδή αισθανόμεθα ότι ορώμεν και ακούομεν, αναγκαίως ή διά της όψεως αισθανόμεθα, ότι ορώμεν ή δι' άλλης αισθήσεως. Αλλά τότε η αυτή αίσθησις αύτη θα ορά την όψιν και το αντικείμενον αυτής, το χρώμα.

Αχ! τότε σαν ακόμη παραζαλισμένος απ' τον ύπνο απλώνω τα χέρια μου προς αυτήν και τη στιγμή εκείνη ξυπνώχείμαρρος τα δάκρυα ξεσπούν από τη βαρεία καρδιά μου και κλαίοντας απαρηγόρητα αποβλέπω προς το σκοτεινόν μέλλον. 22 Αυγούστου. Δυστυχία μου, Γουλιέλμε! Η ενεργητικές μου δυνάμεις επαγιδεύτηκαν μέσα σε μιαν ανήσυχην αργία· δεν μπορώ να είμαι αργός, και όμως τίποτε δεν μπορώ να κάμω.