United States or Bhutan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' όμως παρετήρει ότι ο φίλος του, αντί να τον βλέπη ομιλούντα, είχε τα βλέμματα διαρκώς εστραμμένα προς τον δρόμον, συχνάκις δε κλίνων το σώμα έκυπτε διά να ίδη έτι μακρύτερα την από το Μάνα κάμπτουσαν οδόν.

Από της πρώτης λοιπόν ημέρας εμαύρισε δι' ημάς ο ορίζων και μας κατεπλάκωσε την ψυχήν η ανησυχία και ο φόβος. Αι λέξεις αύται, ανησυχία, φόβος, συχνάκις ήδη διέφυγον τον κάλαμόν μου. Αλλά προς τι να επιδείξω γενναιότητα, την οποίαν ούτε είχομεν, ούτε ηδυνάμεθα να έχωμεν ; Μη, αναγνώστα, μειδιάσης, αναλογιζόμενος ότι είμαι Χίος και αποδίδων εις φυλετικήν δήθεν ιδιοσυγκρασίαν την ατολμίαν μου.

Ηξεύρετε, φίλοι μου, εξηκολούθησεν ο ιερεύς, τι εσκεπτόμην τώρα και τι συχνάκις σκέπτομαι; Εσκεπτόμην πόσον η αμάθεια μας ζημιώνει, πόσα δεινά ηθέλομεν αποφεύγει ή μετριάζει, εάν εγνωρίζαμεν πλειότερα πράγματα. Αλλά ποίος να μας τα διδάξη; Η αλήθεια είναι ότι καλλιτερεύομεν βαθμηδόν και ολίγον κατ' ολίγον· αλλ' είμεθα ακόμη πολύ οπίσω.

Επροσπάθησα ν' ακούσω τι έλεγον. Ήκουα, αλλά δεν τους ενόουν• ελάλουν Αλβανιστί. Μόνη η λέξις άρματα επαναλαμβανομένη συχνάκις διήγειρε τας υποψίας μου. Μετ' ολίγον εκλείσθησαν αι θύραι και απεμακρύνθησαν αι σκιαί, μου εφαίνοντο δε φέρουσαι κιβώτια και σάκκους επί των ώμων. Επανήλθεν η σιωπή και η ησυχία, αλλ' η λέξις άρματα αντήχει εις τα ώτα μου εισέτι.

Εγίνοντο ούτοι από ημέρας εις ημέραν απειλητικώτεροι και εκ των απειλών μετέβαινον εις την πράξιν. Η χειρ έπιπτε συχνάκις επί της μαχαίρας, και ήρχιζεν η μάχαιρα να εξέρχηται ευκόλως της θήκης, πολλοί δε αθώοι επληγώθησαν καί τινες εθανατώθησαν εις τας οδούς της Σμύρνης. Αλλά ταύτα ήσαν αι απαρχαί της θυσίας.

Ο ποιητής αινίττεται κατ' αυτούς, το χωρίον της προς Κορινθίους επιστολής: «Υμείς γαρ ναός Θεού εστέ ζώντος» ς. 16 και το Βασιλειών Α' ι': «και τούτο σοι το σημείον ότι έχρισε σε Κύριος επί κληρονομίαν αυτού εις άρχοντα». Τοιαύτα τεκμήρια της αναγνώσεως των ιερών Γραφών συχνάκις ευρίσκει τις εις τα έργα του Σαικσπείρου. Η υπερβολή των εκφράσεων μαρτυρεί το ανειλικρινές της λύπης του Μάκβεθ.

Συχνάκις διεκόψαμεν την πορείαν, όπως καθήσωμεν και αναπαυθώμεν. Ήμεθα οι πλείστοι πεζοί• ήτο δε πολυάριθμος και μακρά η συνοδία, και ημείς εφοβούμεθα μη σκορπισθώμεν• ηθέλομεν να μείνη αδιάσπαστος η ομάς ημών εντός του φεύγοντος πλήθους. Την αυγήν εξημερώθημεν εις το παράλιον, εις λιμένα έρημον αντίκρυ της νήσου των Ψαρών. Εκεί ηθέλομεν και ηλπίζομεν να καταφύγωμεν.

Ούτω δ' εξηγείται η φαινόμενη συχνάκις ασυναρτησία εις τας εκφράσεις των γελωτοποιών του Σαικσπείρου. Ο Ληρ ενθυμείται ίσως ενταύθα την απειλήν της Γονερίλης, «ό,τι ως χάριν σου ζητεί 'μπορεί και να το πάρη». Παραλείπω ενταύθα δύο στίχους υπό του γελωτοποιού λεγομένους. Απελογήθην εις προηγουμένας σημειώσεις διά τας τοιαύτας αποσιωπήσεις.

Εντός αυτού είχε και το γραφείον του. Εκεί επί της παρά το παράθυρον τραπέζης ειργάζετο, εκεί προητοίμαζε τας παραδόσεις του, εκεί ανεγίνωσκε τους προσφιλείς του συγγραφείς, εκεί συχνάκις με τον κάλαμον εις την χείρα, ή το βιβλίον ανοικτόν ενώπιόν του, εκάθητο βλέπων αφηρημένος, υπεράνω των δωμάτων των λοιπών Ερμουπολιτών, την θάλασσαν και τας κυανάς γραμμάς των πέριξ νήσων, — ή κλίνων την κεφαλήν και κλείων τα βλέφαρα δεν έβλεπε τίποτε, διότι απεκοιμάτο.

Παράρτημα της εν Παρισίοις εκδιδομένης Εθνικής Επιθεωρήσεως, 1875. Εξεδόθη μέχρι τούδε ο Μάκβεθ, και μέρος του Αμλέτου. Περί μεν την ενδυμασίαν των ηθοποιών μεγάλη κατεβάλλετο φροντίς ήτο δε αύτη μεγαλοπρεπής και συχνάκις πολυδάπανος· αλλά τα της σκηνογραφίας ήσαν πενιχρώτατα. Επί παραστάσεως τραγωδιών μέλανα παραπετάσματα εκρέμαντο επί του θεάτρου.