Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 4 Ιουνίου 2025
Έμποροι επώλουν μεγαλοφώνως οπώρας, οίνον και ύδωρ αναμεμιγμένον με χυμόν σύκων. Αγύρται διελάλουν την αξίαν των φαρμάκων των· μάντεις, ανευρεταί κεκρυμμένων θησαυρών και ονειροκρίται εξεθείαζον την τέχνην των. Οι όμιλοι παρεμέριζον προ των φορείων· ωραία πρόσωπα γυναικών διεκρίνοντο εντός αυτών ή και ηλλοιωμένα εκ της ζωής, προσωπίδες ιπποτών και γερουσιαστών.
Θαρρώ πως δεν πρέπει κανείς, σα βάζει πρόσωπα σ' ένα ρομάντζο, να προσέχη μόνο στον τόπο που βρίσκουνται τα πρόσωπα, στα σπίτια, στις κάμαρες, στους μπερντέδες, στα χαλιά, μα να προσέξη πολύ περισσότερο στην ψυχή, τόσο μάλιστα να προσέξη που να ξεχάση τον τόπο και να βλέπη την ψυχή μονάχα.
Για να ειπώ την αλήθεια τον ελυπήθηκα. Δεν επίστευα πως αγαπούσε τόσο το Σμαρώ. Σε τέτοια διαστρεμμένη ψυχή δεν επίστευα να χωρή τόση αγάπη. Και όμως εχωρούσε. Και ίσως όχι δαίμονας αλλ' άγγελος μυροφόρος είχε τον θρόνο μέσα του και τον έσπρωχνε ν' αλλάζη όλα στην «Άγια Μαύρα» μας, πρόσωπα και πράγματα.
Τω όντι, υπάρχει τι το αντιφατικόν εις την προς τους θεατάς επίδειξιν αντικειμένων, τα οποία βλέπει ο νοσών μόνος, τα δε λοιπά του δράματος πρόσωπα δεν βλέπουσιν. Αλλ' εν τω θεάτρω τα πλείστα γίνονται κατά συνθήκην, της δε συνηθείας η ισχύς είναι τοσαύτη, ώστε οι θεαταί ευκόλως παραδέχονται τα μη πιθανά. Όθεν η λύσις του ζητήματος εναπόκειται κυρίως εις τους εργολάβους.
Οι πλοίαρχοι της Ύδρας και των Σπετσών και των Ψαρών εξεπροσώπευσαν, δι' ορατού τρόπον τινά και συγκεκριμένου στοιχείου, τον γενικόν, τον πανελλήνιον χαρακτήρα της Επαναστάσεως. Διότι πολλοί εξ αυτών ήσαν γνώριμοι, πολλοί εθεωρούντο ως φίλοι, τα ονόματα και τα πρόσωπά των ήσαν γνωστά εις όλους τους λιμένας, εις πάσας τας αγοράς, όπου υπήρχον Έλληνες.
Ακούω τον αγώνα της γεροντικής σου βακτηρίας απάνω στης πέτρες. Έρωτα! Βλέπω τα φεγγάρια να ξανάρχονται στρογγυλά κι' όταν θάχεις ξεχαστή. Ρόδινα πρόσωπα γύρω στη λάμπα του χαρούμενου σπητιού! Ακούω τη βροχή να σβύνη την επιγραφή των χορταριασμένων σας τάφων. Το έργο του ποιητή που θαυμάζω σαπίζει στο παλαιοπωλείο του δρόμου.
Ο Βινίκιος εβάδιζε παρά το πλευρόν του Σύρου, παρετήρει τα πρόσωπα, ανηρεύνα, ηρώτα· ενίοτε προσέκρουεν επί των σωμάτων εκείνων, οίτινες είχον λιποθυμήσει εις την αποπνικτικήν ατμόσφαιραν.
Ο παππάς που μας εστεφάνωσε άκουσα να λέη την ώρα που διάβαζε τον Απόστολο, πριν ειπή το Βαγγέλιο, πως «η γυνή πρέπει να φοβήται τον άνδρα». Ο Λάμπρος ο Βατούλας, μειδιών ίσως διά να δώση αφορμήν ειρηνεύσεως εις τα δύο πρόσωπα της σκηνής, τρέπων το θέμα επί το αστειότερον, είπε· — Μα ξέρεις, κουμπάρε, τί την δασκαλεύει τη νύφη, η μάννα της; — Τι;
Τα καβαλούσαν νέοι με φλογάτα πρόσωπα, όλο αίμα, κοπέλες χλωμές που έκρυβαν το πάθος όπως τ’ αναμμένα κάρβουνα στη χόβολη, και ανάπηροι, τρελοί, δαιμονισμένοι, όλοι με μάτια γεμάτα ζωή και θάνατο. Ο Έφις είχε αποτραβηχτεί λίγο από την εκκλησία, σ’ ένα μέρος που δεν περνούσε πολύς κόσμος.
Εκείνοι, οίτινες τον ήκουαν, εμεθύσκοντο εκ των λόγων του, εφαντάζοντο ότι υπεράνθρωπος δύναμις τους μετέφερεν εις την Γαλιλαίαν. Εις τα πρόσωπα πάντων ανεγινώσκοντο άρρητος έκστασις και γοητεία, η λήθη του κόσμου τούτου, μακαριότης και αγάπη άμετρος.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν