United States or Guam ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Άγγελος έτυχε να είναι ολίγον μακράν και ο Φωκίων είπεν εις την Αρσινόην, δεικνύων την εικόνα — «Διά την θέσιν του ανδρός αυτού θα έδιδα την ζωήν μου·» και ανεστέναξε βαθέως. Η Αρσινόη, μολονότι ταραχθείσα, εκρατήθη όμως και απήντησε με απάθειαν: — Και τις η ανάγκη απαγωγής; Ειμπορείτε να εκλέξετε και να ευτυχήσετε. — Α! ναι, είπεν ο Φωκίων με πικρίαν καταφανή.

Το πλήθος εις το ναυπηγείον συνωθείτο τώρα περί την καλύβην του πλοιάρχου όπου η μεγαλοπρεπώς στολισμένη καπετάνισσα μετά προθυμίας και αβρότητος προσέφερεν εις όλους γλυκίσματα και ποτά. Αλλά συ ησθάνεσο τόσην πικρίαν εις τον ουρανίσκον, ως να είχεν αναβή η χολή σου όλη κ' εχύθη προώρως εις το στόμα σου.

Αλλά να πεινάς και να βλέπης τους περί σε ωχρούς εκ της ασιτίας, και να μη βλέπης πόθεν να προμηθευθής τεμάχιον άρτου, και να έχης ανάγκην δυνάμεων διά να τρέχης, διά να περιθάλπης άλλα αδύνατα και αγαπητά περί σε όντα..... Ω ! μόνος ο διελθών τοιαύτας στερήσεις δύναται να εννοήση την πικρίαν των !

Θαρρείς πως δεν είνε χίλιες βολές καλλίτερα στα όρη παρά στο χωριό; Αγρίμια μου λες εμένα; Είδες ποτέ σου αγρίμια; — Όι, δεν είδα. — Αι, καλλίτερα 'νε ταγρίμια από πολλούς ανθρώπους σαν τον Τερερέ, σαν ... Παρ' ολίγον να προσθέση «και σαν τον κύρη σου και τον αδερφό σου». — Ταγρίμια, εξηκολούθησε με πικρίαν, δεν παρανομιάζουνε τσ' ανθρώπους και δεν πειράζουν εκείνους που δεν τα πειράζουνε.

Η σκληρά ακάθαρτος σαρξ, λέγει είς των νεωτέρων, αδυνατεί να εννοήση την εναγώνιον αιαισθησίαν αναμαρτήτου φύσεως ερχομένης εις επαφήν προς την ανομίαν και το μίσος. Δι' όλων τούτων διήλθε, και προεγεύθη πικρίαν χείρονα της πικρίας του θανάτου. Και μετ' ολίγον, νικητής αλλά κεκμηκώς, ήλθε να ζητήση μικρόν ανθρώπινον στήριγμα από τους εκλεκτούς των εκλεκτών Του, τους τρεις Αποστόλους Του.

Προσέτι δε το ξανθόν χρώμα μιγνύεται με την πικρίαν, όταν είναι νέα η σαρξ και φθείρηται υπό του πυρός της φλογώσεως. Και πάντα ταύτα τα υγρά έλαβον κοινόν όνομα &χολήν&, δοθέν υπό C. | τινων ιατρών ή και υπό άλλου τινός, όστις ήτο ικανός να προσέχη εις πολλά και ανόμοια πράγματα και να βλέπη ότι εις αυτά υπάρχει έν κοινόν χαράκτηριστικόν άξιον μιας επωνυμίας εις όλα.

Το βλέμμα αυτής, μελιχρόν και πλήρες γοητείας, διένεμεν έρωτας και ηδονάς γλυκείας εις τους πιστούς αυτής λατρευτάς. Εν τούτοις οξυδερκής παρατηρητής ήθελεν ανακαλύψει εις την έκφρασιν του προσώπου αυτής και αδιόρατόν τινα πικρίαν ανεπαίσθητον εις τους πολλούς των ανθρώπων.

Αλλ' η γυνή είχε διασκελίσει ήδη τον φράκτην και έτρεχεν εις την οικίαν της. — Καλά έκαμεν, είπεν η γραία χαιρεκακούσα. Άλλη φορά να βάλη γνώσιν αυτή. Την τελευταίαν λέξιν επρόφερεν η Εφταλουτρού μετ' ανεκφράστου μίσους. Η δύστηνος Αϊμά είχε χάσει τοσούτον τας δυνάμεις της, ώστε τα πάντα τη εφαίνοντο όνειρον. Ούτε διά λόγου ούτε δι' έργου ηδύνατο να υπερασπισθή. Ησθάνετο πικρίαν, ησθάνετο πόνον.