United States or Réunion ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι γάτες και οι σκύλοι μας ομιλούν τόσον καταληπτά, όπως ο πατέρας μας και η μητέρα μας, αλλά πρέπει να είναι κανείς πολύ μικρός· ακόμη και το μπαστούνι του παππού ημπορεί κάλλιστα να χρεμετίζη και να γίνη ένα ολόκληρο άλογο με κεφάλι, πόδια και ουράν.

Την επιούσαν αναβάς έν εκ των παρά την Παλαιάν Γέφυραν μισθουμένων δημοσίων ιππαρίων, και μη φεισθείς του ηλιοκαούς και γυμνού τας κνήμας ιππηλάτου, όστις, ιδρώτι περιρρεόμενος, έτρεχε καθ’ όλην την οδόν παρά την ουράν του γοργού και πειθηνίου αλόγου, έφθασα προ της οικίας πολύ ενωρίτερον ή ότι υπεσχέθην.

Αλλ' ο Μανώλης έλαβε σχοινίον από το σάγμα του ημιόνου του Τερερέ με την ιδέαν κατ' αρχάς να τον δέση εις την ουράν του ημιόνου και να μαστίση έπειτα το ζώον διά να φύγη σύρον όπισθέν του τον μάγον. Την ιδέαν αυτής της εκδικήσεώς του έδωκε μία ανάμνησις από παραμύθι, το οποίον είχεν ακούση κατά την μικράν του ηλικίαν.

Κατ' αρχάς δεν εγνώριζα ποίος ήτον αλλ' όταν το πλοίον μας άραξε και τον έβλεπα να κάνη πολλά άλλα θαυμάσια και να ιππεύη τους κροκοδείλους και να κολυμβά ομού με αυτούς, οι δε κροκόδειλοι να τον φοβούνται και να σείουν προς αυτόν την ουράν, ενόησα ότι ήτο κάποιος άγιος άνθρωπος.

Τα δυτικά και τα προς την ουράν μέρη του δάσους κατοικούν οι Ταριχάνες, οι οποίοι έχουν μάτια χελιών και πρόσωπα καραβίδων• είνε λαός πολεμικός, θρασύς και τρώγει ωμά κρέατα• προς δε την αντίθετον πλευράν, την δεξιάν, κατοικούν οι Τριτωνομένδητες, των οποίων το μεν άνω μέρος ομοιάζει με άνθρωπον, το δε κάτω προς τους ξιφίας• ούτοι όμως είνε ολιγώτερον των άλλων κακοί.

Προσέχει περισσότερον, ανοίγει σιγά το παράθυρον, εξάγει την κεφαλήν του, και βλέπει μολοσσόν υπερμεγέθη γοερώς ωρυόμενον, και σύροντα παταγωδώς επί του λιθοστρώτου κολοσσιαίον αγγείον εκ λευκοσιδήρου, προσηρτημένον εις την ουράν του.

O Ρούντυ με επάτησε δυνατά εις την ουράν! Ο Ρούντυ είναι πολύ αδέξιος· εμιαούριζα, αλλά ούτε αυτός ούτε η Μπαμπέττα είχαν αυτιά διά να ακούσουν. Άνοιξαν την πόρτα, εισήλθον και οι δυο, εγώ εμπρός· επήδησα μόλα ταύτα επάνωτη ράχη μιας καρέκλας, γιατί πώς να ήξερα, πώς τάχα θα επαρουσιάζετο ο Ρούντυ.

Μετ' ολίγον εξήλθε της αιθούσης και αμέσως επέστρεψε φέρων επί των παρδαλών ενδυμάτων του μαύρον επανωφόριον, ομματοϋάλια εις τους οφθαλμούς του και επί της κεφαλής του πίλον τρικαντώ. Η φυσιογνωμία και η συμπεριφορά του είχε μεταβληθή επί το σοβαρώτερον και αξιοπρεπέστερον. Εκράτει εις την αριστεράν φύλλον χάρτου και εσάλευε την ουράν του ως γραφίδα.

Το δε κατωτέρω της οσφύος τεράστιον ο Αννίβας ευκόλως συνεχώρει, λογικώς σκεπτόμενος ότι δεν ήτο δυνατόν να ζη εν τοις ύδασιν, αν δεν είχε την ουράν του δελφίνος προσηρτημένην εις το θελκτικόν σώμα αυτής.

Η θέα του καλού εκείνου ζώου, ασθμαίνοντος εκ του μακρού δρόμου, του σείοντος την ουράν και με ανθρώπινον βλέμμα ικετεύοντος να του ανοιχθή η θύρα της αιθούσης, όπου υπέθετεν ακόμη ευρισκόμενον τον αυθέντην του, δεν ίσχυσε να μαλάξη την λιθίνην του ζωοτόμου καρδίαν. Συλλαβών τον ανύποπτον Πλούτωνα και δέσας αυτόν επι της ανατομικής τραπέζης, ήρχισε να κρεουργή τάς σάρκας του ανηλεώς.