Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 14 Μαΐου 2025


Ως προς τούτο ευρέθη ηπατημένη η κυρά Μανωλάκαινα. Ενόμιζεν ότι διά του γάμου της θα εισήρχετο πλέον με ούριον πνεύμα εις τα σόια, αλλά έβλεπεν ότι, αν ο σύζυγός της δεν επείθετο ν' αναμιχθή εις την πολιτικήν μέ τινας μικροδαπάνας, αδύνατον ν' αναγνωρισθή η Γερακίτσα ως αριστοκράτισσα. Αλλ' ο κυρ Μανωλάκης δεν τα ήκουεν αυτά.

Και όταν ήκουε τας ζητωκραυγάς μετά τας εκλογάς, και όταν έβλεπε τους παρέδρους και τους συμβούλους, εστεφανωμένους ελαίας και σύροντας τον χορόν εις την πλατείαν, εκλείετο εις τον οίκον της η κυρά Μανωλάκαινα, κλαίουσα από την αγανάκτησίν της. Λέγουν μάλιστα ότι νύκτα τινά τον έκλεισεν έξω τον κυρ-Μανωλάκην, όστις επανελθών από τον ελαιώνα παράωρα, εφώναζε κρούων την θύραν: — Κυρά Μανωλάκαινα!

Ο κυρ Μανωλάκης ήθελεν ησυχίαν και ανάπαυσιν, αλλ' η κυρά- Μανωλάκαινα τουναντίον ήθελεν ανησυχίαν και κίνησιν. Αυτή σαν ήθελε να κάθεται κλεισμένη, έλεγε, δεν πανδρευότανε. Αυτή είχε τόσα προτερήματα, τόσα καμώματα ευγενικά· περιπλέον είχε τόσα στολίδια. Ήθελε λοιπόν να τα επιδείξη, προτερήματα και στολίδια. Γι' αυτό πανδρεύονται οι άνθρωποι!

Αλλ' αν ο κυρ-Μανωλάκης είχε τόσους πειρασμούς να υπερνικήση, πολλάκις αγανακτών και κακολογών τους παρεμβαίνοντας εις την διοίκησίν του, χωρίς να ξεύρουνήτο οπαδός του συγκεντρωτικού συστήματος — η κυρά Μανωλάκαινα έδρεπεν όλας τας δάφνας της εξουσίας του συζύγου της. Ιδίως τας ηδονάς και τρυφερότητας αυτής ησθάνθη την μεγάλην εβδομάδα.

Οι παίδες έξω εις την πλατείαν ιδόντες αυτόν εν τη σκοτία της νυκτός ήρχισαν εν χορώ: Φώτο-σβέστη! Φώτο-σβέστη! — Ακόμα 'λίγο ναρθώ μονάχη μου! Είπεν η κυρά Μανωλάκαινα, όλη χρυσή και ωραία, αναμένουσα προ τόσης ώρας τον σύζυγόν της, ίνα την οδηγήση εις τον ναόν.

Και μετά οκτώ μήνας, καταργηθέντων των νομαρχιακών συμβουλίων, διετάχθησαν επαρχιακών συμβούλων εκλογαί. Συνέπεσε να αποθάνη και είς βουλευτής, και πάραυτα ιδού και μία βουλευτική εκλογή το αυτό έτος. Εγέμισε το χωρίον κάλπαις. Τα ατμόπλοια τας ξεφόρτωναν κασσέλαις- κασσέλαις. — Δεν βάζεις και συ, Μανωλάκη, μια κάλπη; Επανελάμβανε μέρα-νύκτα η κυρά Μανωλάκαινα. — Σα σ' ακούω, καϋμένη!

Αλλ' ενώ οι χωρικοί πάντες εκοιμώντο αναπαυόμενοι, όπως εγερθώσι τα μεσάνυκτα και φαιδροί μεταβώσιν εις τον ναόν έκαστος με την λευκήν λαμπάδα του, η κυρά Μανωλάκαινα ηγρύπνει. Δεν την εκολλούσεν ύπνος.

Άλλοι κατορθώνουν και το πραγματοποιούσιν εις τον κόσμον αυτόν, άλλοι αποθνήσκουσι με το όνειρόν των μαζή ως σάβανον της καρδίας των. Άγνωστον τίνες αποθνήσκουν ευτυχέστεροι . . . — Ο ένας σου μυρίζει, ο άλλος σου βρωμά! Την ήλεγχεν η μητέρα της. Έως ου ευτυχής σύμπτωσις διέψευσεν όλας τας οικτράς προρρήσεις της γραίας, και η πτωχή Γερακίτσα, η κόρη του ψαρά, εγένετο κυρά- Μανωλάκαινα.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν