United States or Myanmar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις μίαν οπήν του κατωγείου, ανάμεσα εις τα πιθάρια τα μισογεμάτα και τα βαθέλια τ' αδειανά, ευρίσκετο, μία πλατεία και μακρά λωρίς μαύρης μανδήλας, όπου η γραία είχε δεμένα «σαν σκυλιά» εκατόν εβδομήντα τόσα αργυρά τάλληρα, άλλα κολωνάτα, άλλα ρηγίνες, και άλλα τουρκικά, όλα κλεμμένα από τα κέρδη του γέρου και τα προϊόντα των κτημάτων.

Ο Μουδίρης εκάθητο εις την μικράν υπόστεγον αυλήν του τζαμιού μετά του Ιμάμη κεκάπνιζον τα μακρά των τσιμπούκια, ομιλούντες εις γλώσσαν ελληνικήν, την οποίαν εκαρύκευον με τουρκικάς λέξεις.

Διά τα θύματα της τυραννίας της υπήρχεν η εκλογή μεταξύ του θανάτου με τας φρικωδεστέρας φυσικάς βασάνους και του άλλου θανάτου με τας σκληροτέρας ηθικάς βασάνους. Εις εμέ επεφυλάσσετο ο τελευταίος. Τα μακρά βάσανα με είχαν εκνευρίσει και ήμην πλέον ώριμος υπό πάσαν έποψιν διά τα βάσανα, διά τα οποία προωριζόμην.

Έν μόνον παράθυρον προς την οδόν Φιλελλήνων, κομψότατον γραφείον προ αυτού, με σωρούς βιβλίων, μία μικρά τράπεζα με ολόκληρον βράχον τελευταίων εκδόσεων και τελευταίων βιβλίων, θαυμασιωτάτη υαλόφρακτος μακρά βιβλιοθήκη, κατέχουσα ολόκληρον την πλευράν του τοίχου, εικόνες και κομψοτεχνήματα πολυάριθμα, δυο τεράστια κέρατα, εξ ων εξαρτώνται τουφέκια, καρυοφύλλια, σπάθαι, πάλες, γιαταγάνια, κουμπούρες, ελληνικότατα όλα, τάπης επί του πατώματος, κομψόν διβάνιον, κομψόταται έδραι, μεγάλη πεπυρακτωμένη θερμάστρα εις το βάθος πληρούσα το δωμάτιον γλυκυτάτου θάλπους».

Τι είναι λοιπόν; Είνε από τας απελευθέρας του Πλαυτίου; — Αφού ουδέποτε υπήρξε δούλη, δεν είνε και απελευθέρα. — Τότε; — Δεν ηξεύρω. Βασιλοπούλα . . . — Με εκπλήσσεις, Βινίκιε. — Η ιστορία της δεν είναι πολύ μακρά.

Αι γυναίκες επάνω εις τον γυναικωνίτην, χρυσοστόλιστοι, λάμπουσαι, όπισθεν από τα ορύφακτα, ως χρυσαίς τρέμουζαις, αναδίδουσαι διακεκομμένας λαμπηδόνας, εν γραμμή μακρά, ως χρυσολάμπει, την νύκτα με την πανσέληνον, το διασχιζόμενον υπό ταχείας λέμβου κύμα, εν ηρεμαίω πόντω.

Ούτω όλαι αι φωναί πέριξ του ήχουν εν οργή και βλασφημία, και εν τη μακρά εκείνη βραδεία αγωνία το θνήσκον Ους Του ουδαμόθεν ήκουε φωνήν ευγνωμοσύνης ή ελέους ή αγάπης.

Κατά τον αυτόν δε χειμώνα οι Μεγαρείς επανέλαβον τα μακρά τείχη, τα οποία κατείχαν οι Αθηναίοι και κατέσκαψαν αυτά εκ θεμελίων, ενώ ο Βρασίδας, αφού εκυρίευσε την Αμφίπολιν, έχων τους συμμάχους, εξεστράτευσεν εναντίον της καλουμένης Ακτής, η οποία αρχομένη από της διώρυγος του βασιλέως παρατείνεται εις το εσωτερικόν της χώρας· ο δε Άθως, όρος υψηλόν, αποτελεί μέρος αυτής και καταλήγει εις το Αιγαίον πέλαγος.

Κι' ανάμεσό τους φαίνεται ο γέρο πολεμάρχος Σαν περατάρης γερανός που σέρνειτα φτερούγια Τα χηλιδόνια του Μαρτιού δαρμέν' απ' την αντάρα. Μ' ανέλπιστη παρηγοριά ο πεθαμένος κόσμος Το πονεμένο το κορμί ραντίζει του Θανάση, Κ' επίστεψεν από μακρά ότ' είδε το λημέρι Που την ψυχή του επρόσμενε. Ερρίζωσε η καρδιά του Βαθύτερατα σωθικά, του φώλιασετα μάτια Γλυκειά της μάνας του η ευχή.

Εμάζευον τους βραχίονας και συνεσφίγγοντο ως διά σιδηρών ζωνών μέχρις αποπνιγμού. Τα μακρά υπόκυρτα κοντάκια των ασημοπιστολών, αι κοκκάλιναι λαβαί των μαχαιρών κ' αι σφαιροειδείς των χαρμπίων, ανορθωμέναι επί των σελαχίων κατέτρωγον και ηπείλουν να τρυπήσουν τα στήθη των.