Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Εις τούτα τα λόγια ο Αμπτούλ, που δεν ήτο ολιγώτερον εκστατικός από τον Καλίφην και γνωρίζοντάς τον, εφώναξεν· Ω μεγαλώτατε Αυθέντη μου, και βασιλέα του κόσμου, εσύ είσαι εκείνος που εκατεδέχθης να έλθης εις το σπήτι του σκλάβου σου, και ούτω λέγοντας έπεσε εις το ποδάρι του βασιλέως, ο οποίος τον εσήκωσε και τον έβαλε να καθήση επάνω εις ένα προσκέφαλον σιμά του.

Όταν έφτασα στην πόρτα κ' έστριψα το κεφάλι, είδα τη γυναίκα μου να φέρνη το Σβάντε στο κρεββάτι του Σβεν. Κάθησε στο ένα πλευρό κ' έβαλε το Σβάντε να καθήση στα άλλο. Έπειτα έσκυψε στο Σβεν. Όλην την ώρα όμως κρατούσε το χέρι του Σβάντε κ' είδα πως χάδευε και τα δυο παιδιά, χωρίς διάκριση. Όταν τέλος βγήκε όξω ο Σβάντε, πήγα μέσα και κάθησα στη θέση του, αντίκρυ στη γυναίκα μου.

Αφού και της έδειξε μεγάλες δεξίωσες, την επήρεν από το χέρι με πολλήν ευγένειαν, και βάνοντάς την να καθήση μαζί του, την ηρώτησε από τι προέρχεται αυτή η τιμή, που του κάνει να πηγαίνη να τον εύρη.

Του έλεγε τας περιπετείας και τα μεγαλουργήματα του Γένους· του ωμίλει μετά προφητικής πεποιθήσεως περί του τελευταίου βασιλέως, ο οποίος κοιμάται εις το σπήλαιόν του με το σπαθί ακόμη εις το χέρι και θα εξυπνήση με το πλήρωμα του χρόνου να καθήση πάλιν επί του μυριοδοξασμένου θρόνου του.

Και πότε ήλθες; — Τώρα δα, μητέρα, μόλις έφθασα. — Και πούν' αυτό το κακόπαιδο, ο Μιχαήλος; Πώς δεν ήρθε να με το μηνύση: — Δεν ηξεύρω, μητέρα, δεν είναι κανένας στην αυλή, άλλο από το παιδί, που μου άνοιξε την θύρα. — Αμ' ποιος ηξεύρει πού θα πήγε πάλι. Δεν τον χωρεί ο τόπος να καθήση.

Εις την ακόλουθον ημέραν εγύρισαν εις το παλάτι αυτοί οι ξένοι· η βασίλισσα τότε έκραξε τον Ταμίμ, και τον έβαλε να καθήση κοντά της επάνω εις ένα μακρόν θρονί χρυσόν, έπειτα του είπεν. Γνωρίζω, ω πραγματευτή, πως υπόφερες πολλές θλίψες και πόνους.

Και ωσάν αποτελείωσε τες κρίσες, στοχάζεται την γυναίκα που έστεκεν εκεί με μεγάλον σέβας, την κράζει, και την ερωτά τι ζητεί; Αυτή του απεκρίθη ότι ήτον θυγατέρα ενός τεχνίτου, και επιθυμούσε να του ειπή ένα λόγον μυστικόν. Τότε ο Κατής ωσάν που αγαπούσε τες γυναίκες, την παίρνει και την φέρνει εις ένα οντά παράμερον, και βάνοντάς την να καθήση κοντά του της λέγει.

Εκείνη έτρεξε προς αυτόν, τον ανάγκασε να καθήση καθήσασα πλησίον του, του επρόσφερε πολλούς χαιρετισμούς από τον πατέρα της, εφίλησε το άσχημον και βρώμικο μικρότερο παιδί του, το χαϊδεμένο παιδάκι του γήρατός του.

Φθάνοντας και εμπαίνοντας μέσα, ηύρε ένα Γέροντα, οπού εδείπναγε με την πολυάριθμην φαμηλιά του, και οπού ό,τι τον ίδε, καλώς ώρισες ξένε, του είπε. δεν ήρθες σε μέρος, οπού να μη γνωρίζουν φιλοξενίαν και λέγοντας, τον έκαμε τόπον να καθήση συμμά του.

ΜΕΝ. Ότι δεν θα καθήση πλέον εις πολυτελή γεύματα, ούτε θα εξέρχεται την νύκτα κρυφά και σκεπάζων την κεφαλήν με το ένδυμά του θα περιέρχεται τα χαμαιτυπεία, την δε ημέραν θα εξαπατά τους νέους με την δήθεν σοφίαν του και θα τους φορολογή• δι' αυτά λυπείται. ΦΙΛ. Και συ, Μένιππε, δεν λυπείσαι διότι απέθανες;

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν