United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έμελλον να διέλθωσιν από την αγοράν, καθότι ο Πετρώνιος ήθελε να περάση από το χρυσοχοείον του Ιδομενέως. Οι γιγαντόσωμοι Αιθίοπες εσήκωσαν τα φορείον και εξεκίνησαν, προπορευόμενων των δούλων. Ο Πετρώνιος ερρόφα εις τας παλάμας του την οσμήν της ιεροβοτάνης και εφαίνετο σκεπτικός.

Ο Ρούντυ έφθανεν επάνω εις την κορυφήν του βουνού, εκεί που ο ήλιος πολλάς φοράς δεν είχεν ακόμη φθάσει, και εκεί ερρόφα το πρωινόν του ποτόν, τον δροσερόν δυναμωτικόν αέρα του βουνού, το ποιόν, το οποίον μόνον ο αγαθός Θεός, ηξεύρει να παρασκευάση, και οι άνθρωποι μόνον την συνταγήν του ημπορούν να διαβάζουν, εις την οποίαν είναι γραμμένον: «Το δροσερόν άρωμα από τα βότανα του βουνού, από την αγριόμεντα και το θυμάρι της κοιλάδος

Παιδία τινά εξαπατηθέντα και νομίσαντα ότι εψάλλετο το Χριστός Ανέστη , έκαυσαν εν κρότω τα καψύλιά των· γέρων δε τις λαίμαργος έθραυσε πάραυτα το κόκκινον αυγό, το οποίον έφερε πάντοτε την νύκτα της Αναστάσεως μαζί του εν τη εκκλησία, και το ερρόφα, ενώ ο κυρ-Μανωλάκης μετέβαινεν εις την οικίαν του παρητημένος πλέον και έχων εις τον νουν του ίσως την πρόρρησιν της μαγίσσης.

Αι ευδαιμονέστεραι του βίου του στιγμαί ήσαν εκείναι καθ' ας, ημιεξηπλωμένος επί μικρού ανακλίντρου, εντός του κομψού σπουδαστηρίου του, ερρόφα τον καπνόν της μικράς του καπνοσύριγγος, τον ετίναζεν εις μικρά δακτυλιδοειδή σχήματα και τον έβλεπε να διαστέλλεται, να κυματίζη να υψώνεται και να χαμηλώνη πληρών το δωμάτιον εωσού, εξερχόμενος βραδέως από καμμίαν του παραθύρου ρωγμήν, ν' αφανίζεται εις το κενόν.

Ο Σοφοκλής ήτο ευθυμότερος του συνήθους. — Βλέπεις εκεί κάτωμου λέγει, ενώ ερρόφα την δευτέραν του μπίραντο σπιτάκι εκείνο, στα δένδρα μέσα; Εκεί ήμουν χθες κ' εσυμφωνούσα με την οικοκυρά να μου το νοικιάση για το καλοκαίρι· τι έχει να γείνη εκεί μέσα, θα μάθης και θα ιδής τι πράγμα είν' ο Σοφοκλής, γιατί η τύχη δεν θέλησε ακόμα να τον γνωρίσης.

Αν θέλης, έλα, είπεν η πτωχή γραία. Η Σειραϊνώ εκουβαλούσε στάμνες στα σπίτια από τα πηγάδια και τας βρύσεις του χωριού. Ερρόφα ταμβάκον, ήτο συμπαθεστάτη προς τους πάσχοντας, κ' επαρηγόρει τον γέρο-Γατζίνον και τον γέρο-Ζουμπωτλήν, διδάσκουσα αυτούς πώς να υποφέρωσι τα γηρατεία, οίτινες είχον κοινωνικήν υπόστασιν, και είχον υιούς και θυγατέρας. Κι' αυτή ήτο έρημη και μοναχή εις τον κόσμον.

Διότι όχι μόνον την ταχύτητα του βήματός του ετριπλασίασεν, αλλά και την σποδόν από το άκρον του σιγάρου του άφησε να πέση και τα ροφήματά του τα ερρόφα τόσον δυνατά, ώστε μολονότι δεν ήτον ακόμη σκότος, ηδυνάμεθα να διακρίνωμεν το καιόμενον άκρον του πούρου του μακρόθεν ως τον φανόν προσεγγιζούσης ατμαμάξης. Η Μάσιγγα εκάθητο πλησίον μου, σιωπηλή τώρα, και η ευδαιμονία μου ήτο τελεία.