Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουλίου 2025
— Δόξα σοι ο Θεός! έλεγεν ο μπάρμπ' Αναγνώστης της Περμάχως, ανασηκόνων το καποτάκι του, που ήτον σαν δέρμα αγριμίου. Δόξα σοι ο Θεός, που αποχτήσαμε και μεις, τέλος πάντων, ένα πατριώτη μέσα 'ς την Αθήνα. Η Θωμαή τα ήκουεν αυτά. Και τα επίστευε μεν διότι με τόσην επιμονήν τα έλεγαν, αλλά και δεν τα επίστευεν διότι γράμμα δεν της έφεραν.
Τα γεγονότα ταύτα δεν επίστευεν η Σιξτίνα ότι έμελλόν ποτε ν' αναζήσωσιν εν τη μνήμη της, και διά τούτο εξεπλάγη ότε ησθάνθη εν εαυτή νυγμόν τινα, ως ωδίνας εγκυμοσύνης, τας μόνας ας ποτε υπέστη. Η αφορμή δε της αναμνήσεως ταύτης εδόθη εκ της παρουσίας ξένου τινός προσώπου εις το μοναστήριον.
Τον διπλούν τούτον όρον, τέχνης δηλονότι άκρας και εμπνεύσεως συναδούσης μετά της εθνικής πίστεως, μόνοι ο Αισχύλος και ο Σαικσπείρος, εκ τε των αρχαίων και των νεωτέρων ποιητών, εκπληρούσι καθ' ολοκληρίαν. Ο Αισχύλος επίστευεν εις τους δαίμονας. Αι Ευμενίδες αυτού ουδ' αλληγορία τις απλώς ήτο, ουδέ ποιητική προσωποποποίησις των τύψεων του συνειδότος.
Το εβεβαίου, και είχε ακόμη το φλωρί και το εδείκνυε. Μη νομίση τις ότι ήτο απατεών, ότι δεν επίστευεν ο ίδιος ό,τι έλεγε. Τουναντίον. Το επίστευε με τα σωστά του. Εμπρός όμως εις την θεια-Συνοδιά κανείς δεν ηδύνατο να παραβγή όσον αφορά τα εξωτικά πράγματα. Αυτή είχεν εκ γενετής φιλικωτάτας σχέσεις με της νεράιδες.
Ο ανήρ ούτος είχε καταστή οπαδός της νέας παλαιάς θρησκείας, της εγκαινισθείσης υπό του Γεωργίου Γεμιστού, και είτε επίστευεν αυτός είτε όχι τα θαύματα των επανιδρυθέντων θεών, επεθύμει όμως να κάμη τους άλλους να τα πιστεύσωσι. Λοιπόν, ενώ ο Αννίβας Βελμίννης διετέλει εις την τρομεράν εκείνην θέσιν, αίφνης ακούει λείον κρότον, ως ολισθηρού σώματος αναβαίνοντος την πλευράν του σκάφους. Στρέφεται.
Ο Καίσαρ δεν ήτο ευχαριστημένος, ότε επέστρεψεν από το Άντιον εις Ρώμην· διά τούτο μετά τινας ημέρας ήρχισε να διακαίεται υπό της επιθυμίας να αναχωρήση δι' Αχαΐαν. Αλλ' εις μίαν επίσκεψίν του εις το ιερόν της Εστίας, επήλθε συμβεβηκός τι, όπερ ανέτρεψε τα σχέδιά του. Ο Νέρων δεν επίστευεν εις τους θεούς, αλλά τους εφοβείτο. Η μυστηριώδης Εστία προ πάντων τον εφόβιζε με κάποιον ιδιαίτερον τρόπον.
— Τι με λέγεις! εφώναξεν ο γεωργός, και τρέχει εις τον φούρνον, τον ανοίγει, και βρίσκει όλα τα καλά φαγητά όσα είχε κρύψει η γυναίκα του. Αλλ' αυτός επίστευεν ότι ήσαν μάγια. Εκείνη δεν ετόλμησε να είπη λέξιν, αλλά έβαλεν εις την τράπεζαν επάνω τα φαγητά, οι δε δύο άνδρες έτρωγαν με όρεξιν. Αφού έφαγαν κάμποσον, ο μικρός Κλώσος επάτησε πάλιν τον σάκκον και το δέρμα έτριξε.
Αλλ' αν και εκείνοι, προς ους θα έλεγε τούτο, θα το επίστευον, ο Σκούντας όμως δεν θα επίστευεν εις αυτούς. Τοσούτον δ' εκυριεύθη υπό του φόβου, ώστε είπεν αίφνης προς την Αϊμάν — Σηκώσου να πηγαίνωμεν. — Πού να πηγαίνωμεν; ηρώτησεν εκείνη καταπλαγείσα. — Εις τον δρόμον μας, απήντησε με ζοφεράν φωνήν ο Σκούντας. Η Αϊμά δεν ησθάνετο δυνάμεις ίνα υπακούση. Τα γόνατά της είχον αρχίσει να τρέμωσιν.
— Νταν! Νταν! Νταν! Είχε διαβάσει εις το Ευαγγέλιον, αλλά και πολλαίς φοραίς του εξηγούσεν ο μακαρίτης ο Γέροντας, ο πνευματικός της νήσου, με τα μεγάλα μάτια και την χονδρήν φωνήν, πως η ψυχή είνε πλέον πολύτιμον πράγμα από το σώμα, και, αν την χάση κανείς, με τίποτε πλέον, ουδέ με τον κόσμον όλον, δεν ημπορεί να την εξαγοράση . . . Το επίστευεν αυτό, και περισσότερον ακόμα επίστευε την φωνήν του Γέροντα, οπού χονδρά-χονδρά αντηχούσεν έως μέσα εις την καρδίαν του πάντοτε: — «Ή τι δώσει άνθρωπος αντάλλαγμα της ψυχής αυτού; . . .»
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν