United States or Malaysia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά το τέλος της συζητήσεως επήδα ελαφρώς από της τραπέζης και λαμβάνουσα τας άκρας της ποδέας της μεταξύ των δακτύλων επαρουσίαζεν αυτήν εν είδει δίσκου εις έκαστον των παρεστώτων, επικαλουμένη διά γλυκερού μειδιάματος την μεγαλοδωρίαν των.

Προ μικρού η γυνή αύτη εβάδιζεν, έτρεχεν ή επήδα, αλλ' ήδη χορεύει, ο δε χορός, ήτοι η εν ρυθμώ κίνησις, δεν είνε τι αυθαίρετον ή καν ανθρώπινον, αλλά κανονίζεται, όπως και των σφαιρών η αρμονία, υπό του θείου νόμου των αριθμών, ον πρώτος απεκάλυψε και ελάτρευσεν ο Πυθαγόρας...»

Διό επανελάμβανε γελώσα και πηδώσα προ του αδελφού της, ενώ η πλούσια κόμη της εκυματούτο εις τον άνεμονΚαι περνάει ο Γιάννος και της δίνει μήλο, μήλο δαγκωμένο κι άλλο φιλημένο!. . . Αίφνης ο Γιάννος της ήρπασεν από χαμαί την χρυσήν κτέναν των μαλλίων της η οποία της έπεσεν όταν επήδα. — Δος μου την, Γιάννο μ', δος μου την είπεν τείνουσα τας χείρας.

Κάθε κομματάκι, που απεσπάτο από τον βράχον, έπιπτε και ανεπάλλετο, επήδα και εκυλίετο από τον ένα βράχον εις τον άλλον μέχρις ότου έφθανε εις το βάθος και εκεί ησύχαζε. Ο Ρούντυ εστέκετο εκατόν περίπου βήματα όπισθεν του θείου, επάνω εις στερεάν κορυφήν προεξέχοντος βράχου.

Διό, ότε μετ ολίγον ανεπτύχθησαν τα γαλιά διά την εξοχήν και ο Στάθης, απησχολημένος εις την καλλιέργειαν της σταφιδαμπέλου του, ανέθεσεν εις αυτήν την φροντίδα των, έγεινεν εκτός εαυτής από χαράν. Και ότε τα ωδήγει εις την βοσκήν, ετόνιζε το τραγούδι των κ' επήδα μεταξύ αυτών, υψηλά τον κάλαμον κρατούσα, εν μέθη και ευτυχία υπερτάτη.

Και ηύξανεν η ορμή του ανέμου, το δε πλοίον εσείετο επί μάλλον και μάλλον, και εκυλίετο ένθεν κακείθεν, και επήδα υψούμενον και καταπίπτον.

Αλλ' ενώ επήδα επί του ίππου, έπεσε το κομβίον το κρατούν την θήκην της σπάθης του, γυμνωθείς δε τοιουτοτρόπως ο σίδηρος εκτύπα τον μηρόν του και τον επλήγωσεν εις το αυτό μέρος όπου και αυτός πρότερον είχε πληγώσει τον θεόν των Αιγυπτίων Άπιν. Επειδή δε η πληγή του εφαίνετο καιρία, ηρώτησε ποιον ήτο το όνομα της πόλεως· οι δε τω είπον ότι εκαλείτο Εκβάτανα.

Είχε δε και πασαλήν μακρόν εις την οσφύν. Και άμα συνέβαινε να ίδη την Ζερβουδοπούλαν, έστω και εξ αποστάσεως μακράς, κατελαμβάνετο υπό αληθινής μανίας. Εκπέμπων στεναγμόν ομοιάζοντα με μυκηθμόν, επήδα από δώματος εις δώμα ή ώρμα εις τους δρόμους, ως τυφών, παρασύρων διά των ποδών και των χειρών του πάσαν προστυγχάνουσαν πέτραν και λακτίζων ή γκονθοκοπών τα συναντώμενα κτήνη.

Ότε με είδεν επί του πλοίου του με το λευκόν εσώβρακον, και την χωρικήν γουνέλαν μου, και με τα δύο μικρά μου βαρέλια κοκκίνου χαβιαρίου, εγέλασεν ο καλός πλοίαρχος. Εγέλασα κ' εγώ, αλλά κατ' εκείνην την ώραν εσυλλογιζόμην περισσότερον την μητέρα μου ή την μηλέαν του κήπου μας. Ο άνεμος ήτο νότιος το δε τρεχαντήριον επήδα ταχύ, διευθυνόμενον προς την Χίον.