United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Χίλων ύψωσε την λυχνίαν και ευθύς σχεδόν την αφήκε να πέση· έπειτα έκυψεν έως κάτω και ήρχισε να οιμώζη . . . — Δεν είμαι ο Κήφισσος . . . δεν είμ' εγώ! Έλεος! — Ιδού ο άνθρωπος όστις με επώλησεν, είπεν ο Γλαύκος· εκείνος, όστις κατέστρεψεν εμέ και την οικογένειάν μου!

Και τ' είμ' εγώ; Δημόνικος ν' ακούω παραινέσεις; και Ισοκράτης είσαι συ, Σεμτέλος, Μιστριώτης;... και πού ηκούσθη πώποτε 'στάς ανθρωπίνους σχέσεις να γίνεται διδάσκαλος 'στό γήρας η νεότης; Πίσω μου έλα, Διάβολε... δεν θέλω συμβουλάς κι' όσα μου καλονάρχησες αλλού να τα πουλάς.

Και ο συνετός Τηλέμαχος απάντησέ του κ' είπε• 265 «Εγώ μ' αλήθεια θα σου ειπώ τούτ' όλ' όσ' ερωτάς με• απ' την Ιθάκην είμ' εγώ, κ' υιός του Οδυσσέα, άν ποτ' εζούσε• τώρ' αυτός κακόν έλαβε τέλος. για τούτο επήρα συντροφιά και με καράβι εβγήκα, φήμη να μάθω του πατρός 'που τόσο αργείτα ξένα». 270

ΙΩΝ Ποιά μάννα μ' έδωκεεσέ; ΞΟΥΘΟΣ Να σου το ειπώ δεν ξέρω. ΙΩΝ Ούτε ο Φοίβος το είπε αυτό; ΞΟΥΘΟΣ Απ' την πολλή χαρά μου δεν τον ερώτησα. ΙΩΝ Και πως; από τη γη γεννήθηκα; ΞΟΥΘΟΣ Το χώμα δεν γεννά παιδιά; ΙΩΝ Πώς είμ' εγώ δικός σου; ΞΟΥΘΟΣ Δεν ξέρω. Τον θεόν γι' αυτό θα τον ρωτήσω πάλι. ΙΩΝ Ας πούμε γι' άλλα πράματα. ΞΟΥΘΟΣ Αυτά είνε τα πειό καλά, παιδί μου.

Επί τέλους . . . Επρόσθεσε· και στεναγμός ανακουφίσεως εξήλθε του στήθους του. Ανέπνευσα κ' εγώ μαζή του και τον συνεχάρην, διότι αυτήν την φοράν κατώρθωσε να μου εμφυτεύση αρκετόν μέρος της αισιοδοξίας του. Την επιούσαν κατά την ορισθείσαν ώραν, ήμην εις το ζυθοπωλείον κ' επερίμενα. Δεν ειξεύρω όμως διατί, έπαυσα αίφνης να είμ' ευχαριστημένος.

Ουρανοί! απ' όσους την ομιλούν εγώ είμ' ο καλύτερος! ανίσως ευρισκόμουν εκεί, όπου αυτή μιλιέται. ΠΡΟΣΠ. Πώς! ο καλύτερος; τι εγενόσουν ανίσως σ' άκουε ο βασιλέας της Νεάπολης. ΜΙΡ. Ωιμένα, ωιμένα! ΦΕΡΔΙΝ. Και, στην τιμή μου, μαζή μ' όλους τους αυλικούς του· ομοίως, ο Δούκας του Μιλάνου και ο καλός υιός του είναι ξεχωρισμένοι για πάντα.

Αλλ' απεδείχθη φανερά προδότης της πατρίδος· ο ίδιος τ' ομολογεί, και τώρα τιμωρείται! ΜΑΚΒΕΘ κατ' ιδίαν. Γλάμης και Θάνης Καουδώρ! Το μέγιστον κατόπιν! Σας είμ' ευγνώμων, άρχοντες, ευγνώμων διά βίου! Και δεν ελπίζεις βασιλείς τα τέκνα σου να γείνουν, αφού το υπεσχέθησαν εκείναι που προείπαν ότι θα γείνω Καουδώρ;

Και ενώ επροχώρει παραπαίων εμουρμούριζε: — Στο χέρι σου θαρρείς πως είνε να μη θες; ... θες και δε θες ... Πεισματικά μου κάνεις, αι; Τότε σε κλέφτω, σε παίρνω με το ζόρε. Ποιος θαρρείς πως είμ' εγώ; ... Εγώ τάβαλα με τσ' Αρναούτες και το Μουντίρη ... Δε φοβούμαι κιανένα ... Πεισματικά μου κάνεις, αι; Απόψε τελειόνουνε τα πεισματικά.

Ραγίσου από φόβον εσύ, που παραμόνευες κ' εκαιροφυλακτούσες, επίβουλε, εις άνθρωπον το χέρι να σηκώσης! Εβγάτ' απ' τον κρυψώνα σας, εγκλήματα κρυμμένα, και ήμαρτον φωνάξετε εμπρόςτους κατηγόρους αυτούς εδώ τους φοβερούς! — Εγώ είμ' ένας γέρος 'λιγώτερον αμαρτωλός παρά αδικημένος! ΚΕΝΤ Αλλοίμονον!

ΑΣΤ. Πού μου την εσπουδιάρισες αυτήν τη γιατροσύνη, Μωρ' σορ γιατρέ στη μπίστη σου και τι χειρουργοσύνη; Και λες πως η λαβωματιά είν' περιπλεμονία, και πούτριτα και γαστρικά και φέμπρε σγαραντζία; Μιαν ώρα εγώ τζη άκουγα, τζη τζαρλαταναρίαις, Οπού τζη ορδινάριζες με τζη κατεργαρίαις. ΙΑΤ. Φούτρε χειρούργος είμ' εγώ μάμος δετόρ τζαλάπας. Περίφημος εις τον Πασσά του κάστρου της Ανάπας.