United States or Bangladesh ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα πώς θέλεις κάμει, της είπεν ο Βασιλεύς. Εγώ ηξεύρω, απεκρίθη η βάγια, πολλές ιστορίες, και παραδείγματα πολλά περίεργα, των οποίων οι διήγησες, δουλεύοντας εις διασκέδασιν της βασιλοπούλας, ημπορούν εις τον ίδιον καιρόν να της εξαλείψουν από την φαντασίαν την πλάνην, που διά τους άνδρας αδίκως την κυριεύει, και με μόνον τρία ιστορικά παραδείγματα που θα της διηγηθώ, ελπίζω να την κάμω να γνωρίση το σφάλμα της, και να γνωρίση πως εστάθηκαν άνδρες πολλά πιστοί, σταθεροί και ευχάριστοι προς τας γυναίκας και τες αγαπητικιές των· και χωρίς αμφιβολίαν εγώ ελπίζω να την κάμω με εύμορφον τρόπον, να πιστεύση ότι και την σήμερον ευρίσκονται πολλοί παρόμοιοι· και κοντολογής άφησε εμένα, ω βασιλέα μου να κάμω εκείνο που ηξεύρω, και στάσου αναπαυμένος και ήσυχος, και θέλεις απολαύσει το ποθούμενον.

Όσοι ζούνε δουλεύοντας το μάρμαρο ή ζωγραφίζοντας το πανί ξέρουν από τη ζωή μια μονάχα εξαιρετική στιγμή, αιώνια πράγματι στην ομορφιά της, μα περιωρισμένη σε μια νότα πάθους ή μια διάθεση γαλήνης. Εκείνοι που τους ζωντανεύει ο ποιητής έχουν τα χίλια δυο συναισθήματά τους, της χαράς και του τρόμου, της τόλμης και της απελπισίας, της ηδονής και του πόνου.

Τους καθοδήγευε λοιπόν ο γνωστικός ο Βασίλειος και τους παρακινούσε να συσταίνουν Κοινόβια, κι όχι αγριοσπηλιές· δηλαδή να δροσίζουν και να χαριτώνουν τη ζωή τους δουλεύοντας, κι όχι να κρυφολιώνουνε μ' ανωφέλευτες και μ' άγονες τυραννίες. Μεταγυρίζει στον τόπο του, και τέλος κατασταλάζει στον Πόντο.

Εκεί είδα σε τι απαίσιο σκοτάδι πλέει ο λαός μας, δουλεύοντας σαν είλωτας όχι μόνο στον τούρκο, αλλά και στο δικό του τον καλόγερο, το καθαρό αυτό απομεινάρι του απαίσιου φεουδαλικού Βυζάντιου.

Τους ναύτες όχι· μήπως εκείνοι τους εγέννησαν; Έκλαιαν τα χέρια που ήσαν ανίκανα να τους αποδώσουν δουλεύοντας την προκαταβολή. Τα χαμένα χρήματά τους έκλαιαν. Και τα περισσότερα είχε χαμένα ο Πέτρος Πίπιζας. Κάπου δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. Άφες τη ζημία· δεν είχε και ανθρώπους αρκετούς να κάμη τη δουλειά του.

Εκεί με τους κασμάδες και με τους λοστούς δουλεύοντας όλο το μεροβδόμαδο τάχαν αραδιάσει σωρούς σωρούς χοντροκομμένα τ' αφράτα μάρμαρα οι μαρμαράδες.

Ετράβηξε ίσα στο σπίτι μου. — Χρυσούλα, μου είπε κλαίοντας, και οι δύο μια την έχουμε την πληγή. Εσύ έχασες τον αρραβωνιαστικό σου κ' εγώ τον αδερφό μου. Το κακό που έκαμα σ' εκείνον ήρθα να το πληρώσω δουλεύοντας σκλάβος σ' εσένα. Θα γίνω άντρας σου. Έτσι έγινε άντρας μου ο αντράδερφος κ' έγινε πατέρας σου. Μα δεν έζησε ούτε να σε γνωρίση. Νυχτόημερα τον ετυρανούσε η κόλασι κ' επέθανε μονοχρονίς.

Ο Δημητράκης με τους δυο κολλήγους και με το γέρο Μαλαματένιο ρίχτηκε στη δουλειά με τα μούτρα. Δούλευε μεροδούλι στα ξένα χτήματα. Τόσον καιρό δουλεύοντας στ' αμπέλι της Ελπίδας κατάντησε από τους καλήτερους κι όλοι τον προτιμούσαν. Κ' εκείνος δεν αρνιόταν σε κανένα· δεν ξεχώριζε φίλους κι οχτρούς.