Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Ιουλίου 2025


Η ώρα παρήρχετο, αλλ’ ούτε ο αδελφός μου, ούτε ο Κιαμήλ ήρχετο να δειπνήση μεθ' ημών. Η πληκτική σιγή, ην έκαστος ημών ετήρει, εκορύφωνεν ολονέν την ανησυχίαν μου, και αφού η μήτηρ ηρνείτο ν' αποκριθή εις τας ερωτήσεις των οφθαλμών μου: — Πού είναι ο Μιχαήλος, μητέρα; την ηρώτησα, διακόψας το φαγητόν. — Τώρα θα έλθη, παιδί μου, είπεν εκείνη μετά θλιβερού τόνου. — Και ο Κιαμήλης: ηρώτησα εκ νέου.

Και λέγουν βεβαίως την αλήθειαν, Σιμμία· εκτός τούτου μόνον, ότι οι Θηβαίοι ηξεύρουν τούτο, εν ώ δεν ηξεύρουν βεβαίως πως οι αληθινοί φιλόσοφοι επιθυμούσι τον θάνατον και πως τους αξίζει ο θάνατος. Αλλ' αφ' ού αφήσωμεν ησύχους τους Θηβαίους, ας ομιλήσωμεν, είπε, μεταξύ μας· νομίζομεν ότι ο θάνατος είναι κανέν πράγμα; Βεβαίως, είπεν ο Σιμμίας διακόψας.

Ομιλούμεν περί σκύλων, είπεν ο γαμβρός μου διακόψας τελευταίαν τινά του υιού του ερώτησιν. Αλλά τι θα έλεγες, Ανδρέα, εάν ήκουες τον Παππά- Σεραφείμ να σου διηγηθή ότι είδε και άνθρωπον λυσσασμένον; — Άνθρωπον λυσσασμένον! ανεφώνησεν ο Ανδρέας. Όλοι δε μετ' αυτού ηρχίσαμεν απευθύνοντες ερωτήσεις προς τον ιερέα. Πώς, πού, πότε, τι συνέβη, τι απέγεινε;

Και εγώ σου έβανα τότε, 'ς το χέρι σου, ένα κοσιπενταράκι· Δεν είνε αλήθεια, καπετάν-Φαφάνα; εξηκολούθησεν ο Μέλτος ο Μισακός· Και σου είπα: — Και του χρόνου! Δεν είνε αλήθεια; Όλοι εγέλασαν διά το πάθημα του καπετάν-Φαφάνα με ανακραυγάς. Ο δε γέρω-Μπούμπας, διακόψας την σιωπήν του, είπε με οργήν: — Και ήθελες να μου γένης και παπάς! Και πώς θα έχονες τους πεθαμένους, αφού τους φοβάσαι;

Σωκράτης Έστω• διά δε τα λοιπά ας επιφυλαχθώμεν• καλά δε κάμνεις και συ συμβουλεύων. Ερυξίας Εις εμέ λοιπόν φαίνεται ότι το πλουτείν είναι καλόν. Σωκράτης Ενώ δε αυτός επεθύμει να είπη ακόμη κάτι τι, διακόψας αυτόν ο Κριτίας, τον ηρώτησε : Κριτίας Συ λοιπόν, Ερυξία, ειπέ μου, νομίζεις ότι καλόν είναι να πλουτή τις ;

Και προς τούτοις, είπεν ο Κέβης διακόψας, και σύμφωνα με εκείνην την γνώμην, εάν είναι αληθινή, την οποίαν συ, ω Σώκρατες, συνήθιζες συχνά να λέγης, ότι δηλαδή η μάθησις δεν τυχαίνει να είναι τίποτε άλλο εις ημάς παρά ξαναενθύμησις και σύμφωνα με τούτο ημείς, βεβαίως, έχομεν μάθει χωρίς άλλο εις κάποιον προηγούμενον καιρόν εκείνα τα οποία τώρα ξαναενθυμούμεθα.

Τι δεν είπα διά να τους πείσω να τον στείλουν αμέσως εις Αθήνας, εις το νοσοκομείον. Δεν ήθελαν να το ακούσουν· Λυσσόχορτον και πάλιν λυσσόχορτον! Αυτό ήτο η επιθυμητή πανάκεια, αλλά κανείς εις το χωρίον δεν είχε λυσσόχορτον. — Τι χόρτον είναι τούτο; ηρώτησα διακόψας τον ιερέα. Οι οφθαλμοί όλων των περί την τράπεζαν εστράφησαν διά μιας προς εμέ και ησθάνθην ότι ηρυθρίασα υπό τα βλέμματά των.

Το κοράσιον, ανασηκώσαν τον επί των οφθαλμών του επίδεσμον, ηρώτα μετ' ανησυχίας την μητέρα του: «Τι τρέχει; Ποίος είναι;» ο δε φοιτητής, όρθιος πάντοτε, διακόψας την προσήλωσιν εις την θύραν του δωματίου του ιατρού, έστρεψε τον υγιή οφθαλμόν προς την είσοδον της τραπεζαρίας. Όλοι μετά περιεργείας επερίμενον την εμφάνισιν των ανερχομένων. Επί τέλους η θύρα ηνοίχθη.

Λέξη Της Ημέρας

συμπάθα·

Άλλοι Ψάχνουν