United States or Haiti ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ανέβαιναν απάνου ως την ολόχοντρη ζώνα του πύργου, κι αγκάλιαζαν μ' αγάπη τη διάπλατη βάση του κάτου· που να μη μπορή αθρωπινό πόδι να τον πατήση· να μη μπορεί αθρωπινό μάτι να διαπεράση τους ισκιερούς και πεντάπυκνους βατουλιώνες.

Άξαφνα, όμως διάπλατη ανοίγει η πόρτα και ξανθή αχτίνα μπαίνει μέσα το βασιλόπουλο. — Πατέρα σε ονομάζω και βασιλιά σε προσκυνώ· λέγει γονατίζοντας εμπρός του. Όλα τα παίρνω τόρα και σ' αλαφρώνω τη ζωή. Ντύνομαι τη χλαμύδα το σιδεροποκάμισο· βάνω το Στέμμα στεφάνι αγκαθερό· παίρνω το Σκήπτρο κεντρί του έθνους μου. Κυβερνώ σαν πατέρας και σαν βασιλιάς.

Σαν ξύπνησε, αφοκράζεται κι ακούει σπαραχτική φωνή σα νάβγαινε απ τον Αδη. — Γιατί να με θάφτε ζωντανόοοο! γιατί να με θάφτε ζωντανόοοο!... Ξαφνικά κι απάντεχα κρι-ι-ίκ! κρα-α-κά! βλέπει την πόρτα της νανοίγη διάπλατη απόξω, αφού είχε βαλμένη διπλή την αμπάρα μέσαθε. Ανοίγει η πόρτα και τι βλέπει η άμοιρη Λιακού, συφορά της! Τον άντρα της, ακούς· τον άντρα της!

Και κάτων από τ’ ουρανού τη διάπλατη τη σκέπη, Χειροπιασμένες δυο αδερφές : τη Μέρα και τη Νύχτα.

Κι αγρύπναγα ξαπλωμένος αποκάτου από το σκέπασμά μου, κυττάζοντας στον ξάστερο ουρανό το φεγγάρι, οπ' αρμένιζε αγάλια αγάλια εκεί απάνου και περίχυνε με το λαμπρό του φως όλη την πλάση κάτου. Οι ίσκιοι των δέντρων της αυλής έπεφταν σα φαντάσματα γύρω μου κι απάνου στες σκεπές των κελλιών. Αεράκι δε φύσαγε ολότελα. Φύλλο δεν εκουνώνταν. Νεκρίλα διάπλατη, σιωπή βαθύτατη βασίλευε.

Αλάλαξαν τόρα από χαρά στο σπίτι της κάτω. Η πόρτα άνοιξε διάπλατη απάνω στο χαγιάτη. Χείμαρος φωτεινός εξεχύθηκε κάτω ορμητικά. Έλουσε, επερίχυσε ταμέτρητο όξω παιδολάσι, που με τόση υπομονή ακαρτερούσε τη θριαμβική παράτα της. — Νάτη τόρα' νάτη!... — Νάτη! νάτη!... — Άνοιξ' η πόρτα!... — Βγαίνει πια!... — Βγαίνει τόρα! Βγαίνει!... Εχάρηκαν τόρα κ' έσκουξαν κ' εσφύριξαν.