Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 24 Μαΐου 2025


Κατά τας ημέρας εκείνας περί ουδενός άλλου εγίνετο λόγος παρά περί της προσφάτου καρατομήσεως του ληστάρχου Ταρτάλια, όστις αφού εδόξασε την Σικελικήν κλεφτουργιάν, τρέψας πολλάκις εις φυγήν τους καραβινιέρους, είχε δειλιάση προ του δημίου. — Αν ήμην εγώ πνευματικός του, είπεν ο προκαλόγηρος, θα κατώρθωνα να τον κάμω ν' αποθάνη παλληκαρίσια, με την εφεύρεσιν του μακαρίτου θείου μου Πάτερ Βαρνάβα.

Ο «Δ ο ν Ζ ο υ ά ν» δεν είναι νεανικόν αμάρτημα, αλλά το κύκνειον άσμα ωρίμου ποιητού, καταθέτοντος ήδη τον κάλαμον ίνα τρέξη ν' αποθάνη υπέρ ημών.

Σύρε το λοιπόν εις τον θάνατον, του απεκρίθη ο Οφφικιάλλος με θυμόν, επειδή και δεν ακούεις το συμφέρον σου· και ούτω τον άφησε και εμπήκεν εις το παλάτι. Και εκεί που έμβαινεν άκουεν άλλους να λέγουν, πόσον ωραίον είνε τούτο το βασιλόπουλον, και αμαρτία είνε να αποθάνη έτσι αδίκως. Τέλος πάντων ο Καλάφ έφθασεν εκεί που ο Βασιλεύς έστεκε και έδιδε ακρόασιν του λαού.

Ναι, είπεν ο Κέβης. Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης. Τι λοιπόν λέγεις; Είπεν ο Σωκράτης. Υπάρχει κανέν πράγμα εναντίον εις το να ζη κανείς, καθώς το να κοιμάται κανείς είναι εναντίον εις το να είναι έξυπνος; Βεβαιότατα, είπεν ο Κέβης. Ποίον; Ηρώτησεν ο Σωκράτης. Το να αποθάνη, είπεν ο Κέβης.

Τω όντι, ο μόνος υιός του παπά, ο δωδεκαετής Σπύρος, ον αυτός απεκάλει ειρωνικώς και θωπευτικώς Λαμπράκην, ένεκα της άκρας ισχνότητος και αδυναμίας, εξ ης έφεγγεν οιονεί το προσωπάκι του, είχε κινδυνεύσει να αποθάνη πέρυσι τας ημέρας των Χριστουγέννων.

Όλα όσα έλεγεν εναντίον του, εν τη θλίψει της ενίοτε, τα έλεγεν από την πολλήν προς την μητέρα της συμπάθειαν, να συμφωνή μαζί της, να μη κατατήκεται η γραία και αποθάνη προ της ώρας της. Αλλά και έλκεται φυσικώς η γυνή πάντοτε προς τον άνδρα, μεθ' ου, διά της ευλογίας του ο Θεός την συνέδεσεν, αδιαρρήκτως, ως έλκεται ο σίδηρος προς τον μαγνήτην.

Ημείς δε όταν εζούσαμεν δεν είχαμεν τοιαύτας ιδέας μεταξύ μας• ούτε εγώ ευχήθηκα ποτέ ν' αποθάνη ο Αντισθένης διά να κληρονομήσω την βακτηρίαν τουείχε δε μίαν πολύ δυνατήν από αγριεληάνούτε συ, νομίζω, Κράτη, επεθύμεις ν' αποθάνω διά να κληρονομήσης τα κτήματά μου, το πιθάρι και την σακκούλαν, η οποία περιείχε δύο χοίνικας λούπινα.

Πόσα μου έφαγεν εμένα ο Θούκριτος, που εφαίνετο ότι από στιγμής εις στιγμήν θ' αποθάνη ! Οσάκις εισηρχόμην να τον ιδώ εστέναζε και εξέπεμπε κάτι τι βαθύ από το στήθος του, ως νεοσσός ατελής, ο οποίος μικροκράζει μέσα από το αυγό του.

Οδυνηράν θλίψιν αισθανθείς έπεμψε να επιπλήξη το μαντείον, παραπονούμενος ότι ο μεν πατήρ του και ο θείος του κλείσαντες τους ναούς, αποβαλόντες της μνήμης των τους θεούς, πιέζοντες τους ανθρώπους, έζησαν πολύν χρόνον, αυτός δε, ευσεβής ων, μέλλει να αποθάνη ταχέως.

Αλλά ποίος θα ευρεθή να κάμη τόσα και τόσα δι' αυτόν όταν αποθάνη; ποίος θα τον ελεήση νεκρόν, αφού δεν τον συντρέχει τόρα, ζώντα και δυνάμενον ν' αποδώση την ευεργεσίαν; — Κανείς· ποιος θα δώση ένα παρά για το τομάρι μου! εσκέπτετο. Ο Δημήτρης από ημέρας εις ημέραν εγίνετο χειρότερα. Ολίγαι ημέραι είχον παρέλθει από της αναγνώσεως του επιτιμίου και ήτο αγνώριστος τόρα.

Λέξη Της Ημέρας

εδωροδοκήθη

Άλλοι Ψάχνουν