United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν έφθασεν εκεί επάνω, εν μέσω των γνωρίμων βουνών, των γνωρίμων δένδρων και των γνωρίμων ζώων, των μόνων του αληθινών γνωρίμων και φίλων, τον κατέλαβεν η συγκίνηση και η χαρά του ανθρώπου του επιστρέφοντος εις την πατρίδα του, την οποίαν δεν ήλπιζε να επανίδη. Και θα εχοροπήδα ως τρελλός, αν δεν εμετρίαζε την χαράν του ο φόβος ότι ο πατήρ του θα ήρχετο διά να τον επαναφέρη εις το σχολείον.

Εκείνος πίστεψε πως με τη ζωή έσβυσε και κάθε ιχνάρι της. Εκείνη όμως όχι· τα φύλαξε στο πείσμα του και τώρα να, τα παραδίνει στον απόγονό του, όπως η Αίτνα τη φωνή του Εγκέλαδου. Τ' είνε τάχα η χλόη, τα δέντρα, οι καρποί μπροστά σε τούτα που βγαίνουν αμβροσία για το αίσθημα του ανθρώπου; Καν τίποτα!

Εξηντάρης, μικρόσωμος, λιγνός, λίγο σκυφτός, με τα μάτια πάντα πονεμένα ο αδελφός Άνθιμος ήτανε τύπος τίμιου, ίσιου ανθρώπου.

Ήξερε νεράιδες που παίρνουν τη μιλιά του ανθρώπου, ήξερε δράκους και καλλικάντζαρους και μαγικά βοτάνια, που κάνανε κάθε λογής θαύματα. Και όλα αυτά τα είχε ιδεί με τα μάτια της και τάχε πιάσει με τα χέρια της. Και τι δεν είχε ιδεί!

Εις την γενικήν εκείνην κατάπτωσιν όλων των δικαιωμάτων του ανθρώπου μόνη η Σάτυρα είχε μείνει ορθή ως το άγαλμα του Γέλωτος εν μέσω των ερειπίων της καταπεσούσης Σπάρτης . Αύτη υπήρξεν η μόνη καθ’ όλον τον μεσαιώνα εν τοις δεινοίς παρηγορία του δούλου, η μόνη κατά της δογματικής και αρχοντικής τυραννίας διαμαρτύρησις, εις ην χρεωστούμεν κατά μέγα μέρος την σημερινήν κατάστασιν των πραγμάτων.

Ήλπιζαν ακόμη, γιατί στην καρδιά του ανθρώπου η ελπίδα ζη με το τίποτε. Ο Τριστάνος ανέβηκε μονάχος σε μια βάρκα και τράβηξε κατά το νησί του Αγίου Σαμψών. Ο Μόρχολτ είχε υψώσει στο κατάρτι του ένα πανί από πλούσια πορφύρα. Πρώτος έφτασε στο νησί. Έδενε τη βάρκα στην παραλία, όταν ο Τριστάνος πηδώντας κι' αυτός στη στεριά έσπρωξε με το πόδι τη δική του κατά τη θάλασσα, μέσα.

Ο μπάρμπα- Κώστας μάλιστα τότε φαιδρυνθείς σφόδρα ανεπήδησεν αίφνης ζωηρός- ζωηρός, και ως ήτο με δεμένας διά του γεράνιου μανδηλίου τας σιαγόνας ήρχισε να ψάλη το «Χριστός Ανέστη», βροντών ηρέμα αυτάς άνευ πλέον οδόντων, και αντί συλλαβών μελωδικών εκβάλλων ασθενείς τινας ήχους ως ελαφρούς μυκηθμούς βωβού ανθρώπου, διακρινομένων εν τούτοις καί τινων λέξεων εδώ κ' εκεί, εκείνων αίτινες προφέρονται οπωσδήποτε και υπό των νωδών ανθρώπων.

Και αν συ δεν έβλεπες, διά να θαυμάσης το έργον σου, θα έβλεπον εγώ διά να θαυμάσω το ιδικόν μου. Τότε συ θα εγνώριζες την Σοφίαν από το σκότος της, και από το φως της εγώ. Πού ήτον η Σοφία του ανθρώπου κεκρυμμένη; Ουδαμού την συνήντησα. Μίαν πάνοπλον Αθηνάν είδον μόνον, αναπηδώσαν εκ των κρανίων των ανθρώπων, αλλά κινδυνεύουσαν να τυφλώση τον κόσμον με το δόρυ της.

Πώς λέγεις; Ηρώτησεν ο Σιμμίας. Αυτό οπού λέγω, εξηκολούθησεν ο Σωκράτης είναι ωσάν τα εξής· η παράστασις του ανθρώπου είναι βέβαια άλλη και η παράστασης της λύρας άλλη. Και πώς όχι; Είπεν ο Σιμμίας.

ο μεταξύ καιρός είναι δικός μου, και όσον ένα να ειπής τόσ' η ζωή του ανθρώπου.