United States or Tajikistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όταν η σκαμπαβία, η τρέχουσα με δρόμον απόλυτης φορβάδος, επλησίαζεν εις το ακρωτήριον Τραχήλι, τότε μόνον οι επ' αυτής ναυτικοί παρετήρησαν την βαρκούλαν. — Τ' είν' εκεί; — Η βάρκα. Ο κυρ-Μοναχάκης έστρεψεν αριστερά την κεφαλήν. — Α! αυτή είνε!

Σωκράτης Θα κάμω όπως λέγεις, θα επανέλθω δε εις το Κυνόσαργες όπως περιπατήσω εκεί από όπου εδώ προσεκλήθην. Χαιρεφών Ποιά φωνή μας ήλθεν, Σωκράτη, μακρυά από τα ακρογιάλια, εις εκείνο το ακρωτήριον ; Πόσον ώμορφη είναι να την ακούη κανείς. Ποίον ζώον τάχα να είναι; Διότι είναι άφωνα, καθώς είναι γνωστόν, όσα ζουν εις το νερό.

Παρ' αυτήν εκβάλλει εις την θάλασσαν η Αχερουσία λίμνη· διά δε της Θεσπρωτίδος ρέων ο ποταμός Αχέρων εισβάλλει εις την λίμνην ταύτην και δίδει εις αυτήν το όνομά του· ρέει δε και ο Θύαμις ποταμός, διαχωρίζων την Θεσπρωτίδα από της Κεστρίνης· μεταξύ δε των δύο τούτων ποταμών προβάλλει το ακρωτήριον Χειμέριον.

Ο Κ. Σπυράκης εκτείνας την χείρα προς το ανοικτόν παράθυρον απεκρίθη: — Από το ακρωτήριον άντικρυ· ο δρόμος δύσκολος, αλλ' εις τον κατήφορον δεν παίρνει πολλήν ώραν. — Και πόσην ώραν θέλει επάνω από τα υψώματα, απ' εδώ έως την άκραν εκείνην; — Μίαν ώραν περίπου. — Καλά! Εάν το απόγευμα έχω διάθεσιν διά περίπατον, έρχομαι και σας ενταμώνω εκεί. Εις τας πέντε· όχι αργότερα.

ΝΟΤ. Σε ζηλεύω, ευτυχή Ζέφυρε, δι' όσα είδες, καθ' ον καιρόν εγώ έβλεπα γρύπας και ελέφαντας και μαύρους ανθρώπους &ΧαιρεφώνΣωκράτης& ΧΑΙΡ. Τι φωνή είνε αύτη, ω Σώκρατες, που ήλθε μακρόθεν από τα παράλια και το ακρωτήριον εκείνο; Πολύ ευχάριστον άκουσμα. Τι είδους ζώον άρά γε να είνε αυτό που φωνάζει; Διότι τα διαιτώμενα εις τα ύδατα ζώα είνε άφωνα.

Ο ήλιος είχε δύσει, ότε εφθάσαμεν εις την Σκάλαν. Ο Κ. Μελέτης μας επερίμενε. Κάτωθεν δεν εφαίνετο ο καπνός του ατμοπλοίου, κρυπτομένου από το προέχον ακρωτήριον, ώστε δεν εγνώριζον εισέτι εκεί ότι θα έλθη προ της συνήθους ώρας. Αλλά το δείπνον ήτο έτοιμον και δεν εβράδυνε να στρωθή η τράπεζα εντός του μικρού καφενείου. Δεν αντηλλάξαμεν πολλάς λέξεις κατά το δείπνον.

ΑΝΤΩΝΙΟΣ. Ενίοτε βλέπομεν νέφος έχον σχήμα δράκοντος, άλλοτε πάλιν ατμόν ομοιάζοντα προς άρκτον, λέοντα, πυργοειδές φρούριον, προς βράχον κρεμάμενον, προς κωνοειδές όρος ή προς κυανούν ακρωτήριον, φέρον επ' αυτού δένδρα, ταύτα δε πάντα κλίνοντα προς την γην, και απατώντα τους οφθαλμούς ημών διά του αέρος. Είδες τα σημεία ταύτα; είναι τα απαίσια θεάματα της Εσπέρας. ΕΡΩΣ. Ναι, στρατηγέ μου.

Συγκατατεθέντος του Ξέρξου, ο Σατάσπης μετέβη εις την Αίγυπτον, και λαβών εκείθεν πλοίον και ναύτας, έπλευσε μετ' αυτών προς τας Ηρακλείους στήλας· διαβάς δε ταύτας και κάμψας το ακρωτήριον της Λιβύας όπερ καλείται Σολόεις, έπλευσε προς μεσημβρίαν.

Οι δε Αθηναίοι καθ' ον καιρόν συνωκίζετο η πόλις αυτή πρώτον μεν εφοβήθησαν και ενόμισαν ότι κυρίως ηπειλείτο η Εύβοια, διότι πολύ μικρόν διάστημα την χωρίζει από το Κήναιον ακρωτήριον της Ευβοίας. Έπειτα όμως δεν επηλήθευσαν οι φόβοι των, διότι δεν έπαθαν τίποτε εκ της αποικίας εκείνης και ιδού ο λόγος.

Άγριον μέρος, έλεγε. Δεν μου αρέσει. Ήτο άγριον αληθώς. Ο κόλπος έκειτο προς ανατολάς. Δεξιόθεν, δηλαδή προς νότον, το βουνόν ανυψούμενον απέληγεν εις κημνόν φοβερόν, βυθιζόμενον κατά κάθετον εις την θάλασσαν. Το τεράστιον εκείνο ακρωτήριον ενέπνεε τρόμον.