United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτήν τη στιγμή περνά ο βασιλιάς των Βουλγάρων και πληροφορείται το έγκλημα του καταδίκου: κι' όπως αυτός ο βασιλιάς ήτανε μεγαλοφυής, κατάλαβε, απ' ό,τι του είπεν ο Αγαθούλης, πως ήταν ένας νεαρός μεταφυσικός, που αγνοούσε ολότελα τα πράγματα του κόσμου τούτου και του έδωσε χάρη με μια καλοκαγαθία, που θα υμνείται σ' όλες τις εφημερίδες και σ' όλους τους αιώνες.

Είναι ο έρωτας: ο έρωτας ο παρηγορητής του ανθρωπίνου γένους, ο διατηρητής του κόσμου, η ψυχή όλων των όντων, πόχουν αισθήσεις, ο τρυφερός έρωτας! — Αλλίμονο! είπεν ο Αγαθούλης. Τόνε γνώρισα αυτόν τον έρωτα, αυτόν το βασιληά των καρδιών, αυτή την ψυχή της ψυχής μας. Ποτές δε μου κόστισε περισσότερο απόνα φιλί και είκοσι κλωτσιές στον πισινό.

Ο Αγαθούλης ο Παγγλώσσης κι' ο Μαρτίνος συζητούσανε κάποτε μεταφυσική και ηθική.

Υπήρχανε μέσα στους κατάδικους, που τραβούσανε κουπί, δυο, που τραβούσανε πολύ κακά και στους οποίους ο λεβαντίνος πλοίαρχος έδινε από καιρό σε καιρό μερικές χτυπιές μ' ένα βούνευρο στις γυμνές τους πλάτες. Ο Αγαθούλης μ' ένα πολύ φυσικό κίνημα τους κοιτούσε προσεχτικά και τους πλησίασε με σπλάχνος.

Ο Αγαθούλης άκουε προσεχτικά και πίστευε αθωότατα. Γιατί έβρισκε τη δεσποινίδα Κυνεγόνδη εξαιρετικά όμορφη, αν και δεν έλαβε ποτέ το θάρος να της το πη.

Βλέπετε, είπε ο Αγαθούλης στο Μαρτίνο, ότι το έγκλημα καμμιά φορά τιμωριέται· αυτός ο κατεργάρης ο πλοίαρχος έλαβε την τύχη, που του άξιζε. — Μάλιστα, είπε ο Μαρτίνος, αλλ' είναι σωστά νάχουνε χαθή μαζί του κι' οι ταξειδιώτες, που ήσαν στο καράβι του; Ο Θεός τιμώρησε τον απατεώνα, ο διάβολος έπνιξε τους άλλους.

Η κοπέλλα ήτανε πολύ όμορφη και τραγουδούσε· κύτταζεν ερωτικά το θεατίνο της και από καιρό σε καιρό του τσιμπούσε τα παχυά του μάγουλα. — Θα παραδεχτήτε, τουλάχιστο, είπε ο Αγαθούλης στο Μαρτίνο, πως αυτοί εδώ οι άνθρωποι είναι ευτυχισμένοι.

Ενώ αυτοί απομακρυνόντανε, η Ιερά Εξέταση φτάνει στο σπίτι· θάβουν τον σεβασμιώτατο σε μίαν ωραία εκκλησία και ρίχνουν τον Ισσάχαρ στα σκουπίδια. Ο Αγαθούλης, η Κυνεγόνδη κ' η γριά ήσαν τώρα στη μικρή πόλη Αβασένα, ανάμεσα στα βουνά της Σιέρρα Μορένα και μιλούσαν ως εξής μέσα σε μια ταβέρνα. &Σε τι άθλια χάλια ο Αγαθούλης, η Κυνεγόνδη κ' η γριά φτάνουνε στα Γάδειρα και πως μπαρκαρίζονται.&

Τους πιάνει αμέσως και διατάζει τους γενναίους του να τους πάνε στη φυλακή. — Δε μεταχειρίζονται έτσι τους ξένους στο Ελδοράδο, είπε ο Αγαθούλης. — Είμαι περισσότερο από κάθε άλλη φορά μανιχαίος, είπε ο Μαρτίνος. — Αλλά, κύριε, πού μας πάτε; ρώτησε ο Αγαθούλης. — Στο μπουδρούμι, απάντησε ο αστυνόμος.

Δεν ξέρω τίποτε τόσο κακού γούστου, είπε ο οικοδεσπότης· είναι μικροπράγματα· αλλά από αύριο θα φυτέψω άλλα με σχέδιο πολύ ευγενικώτερο. Όταν οι δυο φιλοπερίεργοι αποχαιρετήσανε την εξοχότητά του: — Λοιπόν, είπε ο Αγαθούλης στο Μαρτίνο, θα ομολογήσετε, πως αυτός, είναι ο πιο ευτυχισμένος από όλους τους ανθρώπους, γιατί ναι πάνω από ό,τι κατέχει.