Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Σεπτεμβρίου 2025


Αδελφή μου, θέλω να σου μιλήσω. Όχι, &αδελφή μου&, δεν έρχεται καλά. Διότι δεν το συνείθιζα απ' αρχής. Και μήπως τάχα δεν είνε αδελφή μου; είνε ψεύματα; Δεν ανετράφημεν τάχα μαζύ; Εγώ θυμούμαι την ημέραν που μας την έφεραν εις το σπίτι μας, και την επήραν διά παιδί τους οι γονείς μου, ήτο μικρά, πολύ μικρά. Αυτή δεν θα το θυμάται.

Η τολμηρά εμφάνισις του στρατού του Βελισαρίου, συμπράττοντος και του Μούνδου, έφεραν την αταξίαν εις το πλήθος και, ως συμβαίνει συνήθως εις τοιαύτας περιστάσεις, η μάχη μετεβλήθη μετ' ολίγον εις σφαγήν.

ΜΙΡ. Θ' αμάρταινα να μη στοχαστώ αξιόλογα για τη μητέρα σου· καλές λαγόνες έφεραν κακά τέκνα.

Τα γλυκοχαράμματα, αφού έφεραν γύρον με τα βιολιά, ο κουμπάρος και οι οικείοι, εγύρισαν οπίσω υπό την οικίαν και έμελψαν τα πιστρόφια. Όλην την εσπέραν και μέχρι βαθείας νυκτός, και την πρωίαν της επιούσης ακόμη, ο Στάθης δεν ανήλθεν εις την μικράν οικίαν, όπου ευρίσκετο ο ασθενής αδελφός του.

Και επειδή ήθελα να αντιγράψω απ' εκείνα τα βιβλία κανένα κεφάλαιον, ή άλλο που μου έκανε χρεία, και μην έχοντας τα αναγκαία, ευθύς επρόσταξα τα πνεύματα, που ήτον οι πιστοί μου σκλάβοι, και εν τω άμα μου έφεραν χαρτί, καλαμάρι, και άλλα που μου έκαναν χρείαν. Έλαβον παρομοίαν επιμέλειαν διά να με κυβερνήσουν από φαγητά, οπόταν έσωσα το μαντζούνι μου.

Ημείς δεν αποτολμούσαμεν να διαφεντευθώμεν διά τον φόβον να μη μας θανατώσουν όλους. Αφού λοιπόν μας έρριψαν εις το νησί εκείνοι οι αγριάνθρωποι, άνοιξαν τα πανιά του καραβιού, και το έφεραν εις άλλο νησί ολίγον ξέμακρα, από το οποίον είχαν έλθει· διότι εκεί ως φαίνεται, είχον τες κατοικίες των.

Η Τζελίκα έκραξεν ευθύς, και της έφεραν διάφορα σερμπέτια και έπιαν όλες, ομοίως και εγώ· υστερώτερα ετοίμασαν μίαν τράπεζαν με διαφόρων λογιών φαγητά, και εφάγαμεν πολλά καλά και τελειώνοντας το φαγητόν, η περιδιάβασις εστάθη τόσον ζωντανή ωσάν να είχομεν πίη πολύ κρασί.

Ας τον κάμωμεν να έμβη εις την κατοικίαν μου, εκεί που κανείς άνδρας έως τώρα δεν εσέβη. Και έτσι λέγοντας με επήραν και με έφεραν εκεί όπου εκατοικούσεν η βασιλοπούλα.

Η ομίχλη δεν ήτο τίποτε άλλο παρά η εξάτμισις της δροσιάς που έπεφτε την νύκτα και τακτικά κάθε καλοκαίρι αυτό γίνεται. — Κ' εγώ από 'παδά 'μαι, δε μ' έφεραν απού τα Παρίσια· μαυτή η κατσιφάρα δεν είνε σαν τσ' άλλαις· σύρνει μιαν κιτρινάδα σαν το βούρκοΔε θωρώ 'γώ κιαμμιάν κιτρινάδα, είπεν ο άλλος και θαρρώ πως 'νειρεύγεσαι, Νικολή.

Ηγνόουν αν έπραττον καλλίτερον να είπω την αλήθειαν ή να ψευσθώ μάλλον. Τέλος απεφάσισα το δεύτερον. — Δεν είδα καμμίαν μικράν κόρην, απήντησα. Ο άγνωστος έδειξε διά του βλέμματος ότι δεν μ' επίστευε. — Και πού είνε τώρα αυτή; είπε· πού την έχεις; — Ποίαν; — Η μικρή κόρη, οπού σου έφεραν. Εξεπλάγην διά την επιμονήν του ανθρώπου.

Λέξη Της Ημέρας

θεολογικοί

Άλλοι Ψάχνουν