United States or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μία ώρα διέρρευσεν ούτως, ότε αίφνης ακούω εκ νέου αόριστον κρότον επί της κλίνης. Έτεινα το ους μεθ' υπερτάτου φόβου. Ο κρότος προήρχετο εκ στεναγμού. Και πάλιν ώρμησα προς το πτώμα και είδα, είδα καθαρώς τα χείλη αυτού συσπώμενα, μετ' ου πολύ δε χαλαρωθέντα και αποκαλύψαντα λαμπράν σειράν μαργαριτωδών οδόντων.

Αλλ' εξηκολούθουν τα κύματα πλήττοντα μανιωδώς το σκάφος και δεν εμετριάζετο ο σάλος. Και παρήρχετο η ώρα χωρίς να γνωρίζω τι γίνεται όπισθεν του ξυλίνου διαφράγματος, το οποίον με εχώριζεν από την κοίτην της, χωρίς ν' ακούω ουδεμίαν εκείθεν φωνήν, ουδένα ήχον. Ούτε καν τον ασθενή της βήχα ήκουα. Και έτεινα τα ώτα με την ελπίδα ίσως τον ακούσω. Ήτο γενική η σιωπή εντός της αιθούσης.

Του έτεινα την χείρα με σοβαρότατα, εκείνος δε: — Κύτταξε δα, μα κύτταξε λίγο από πάνω και τριγύρω, με λέγει με τον γέλωτα εκείνον τον εσωτερικόν, όστις, εις την θέσιν που ευρισκόμην, μου εφαίνετο απαίσιος . . . Παρετήρησα παντού και τι νομίζετε να είδα; Υπέρ την ασκεπή κεφαλήν του φίλου μου ήσαν κρεμασμένα δύο μεγάλα κέρατα, δεξιά δε και αριστερά των παραστάδων ήσαν προσηλωμένα ανά δύο άλλα, ακριβώς απέναντι των κροτάφων του . . . Έμεινα κατάπληκτος!

Το λογικόν μου συνεταράσσετο, οσάκις έτεινα το ους εις την υπεράνθρωπον μελωδίαν της φωνής της και εις τους πόθους και τας επιθυμίας εκείνης, τα οποία ουδέποτε έως τότε ους ανθρώπου είχεν ακούσει. Ότι με ηγάπα το εγνώριζα καλώς, εις στήθος δε, ως το ιδικόν της, ο έρως δεν ήτο δυνατόν να εμφωλεύη ως σύνηθες πάθος.

Και διά τούτο έτεινα τας δύο χείρας, και έλαβον μεταξύ των θερμών παλαμών μου το βαθμηδόν ψυχραινόμενον σώμα, και έφερον αυτό εις τον θάλαμον μου, και επί της κλίνης μου εναπέθηκα. Ανήψα και το φως, και εφώτισα το ον το εσκοτισμένον. Και τότε είδον ενώπιόν μου αγνώστου όψεως πλάσμα, το οποίον με εθεώρει δι' οφθαλμού δακρύοντος αίμα. Και ήκουσα γλώσσαν πρωτάκουστον, ήτις μου ωμίλει διά στεναγμών.

Έτεινα το ους κατεχόμενος υπό της αγωνίας δεισιδαίμονος τρόμου, αλλ' ο κρότος είχε παύσει. Παρετήρησα το πτώμα μετ' επιμονής, αλλ' ουδέ την ελαχίστην κίνησιν ηδυνάμην να διακρίνω επ' αυτού. Εν τούτοις ήμην βέβαιος ότι δεν ηπατήθην. Είχα ακούσει εναργέστατα και εν πλήρει συναισθήσει εμαυτού.

Το κατ’ εμέ οσάκις εγονυπέτησα υπό τους θόλους γοτθικής εκκλησίας, ησπάσθην εικόνα του Ραφαήλου ή έτεινα το ους εις ιεράν του Μοζάρτου ή Ροσσίνη μελωδίαν, ησθάνθην αείποτε το θρησκευτικόν αίσθημα αναγεννώμενον εν τη καρδία μου και, λησμονών την εκκλησιαστικήν ιστορίαν, «E pur si muove» ανέκραξα ως Γαλιλαίος, ενώ ο εισερχόμενος είς τινα των ημετέρων εκκλησιών, υφ’ ενός μόνου καταλαμβάνεται αισθήματος, της επιθυμίας να εξέλθη.

Ήθελε να ομιλήση, αλλά δεν ηδύνατο να προφέρη ειμή μόνον τ' όνομά μου• Λουκή, Λουκή ! Και έρρεον τα δάκρυά της. Έτεινα τας χείρας. Τας ήρπασε και ηθέλησε να τας φιλήση. Την έσυρα επί του στήθους μου, αλλά δεν την ησπάσθην. Δεν ετόλμησα. Την αυτήν εκείνην νύκτα ανεχωρήσαμεν από Νεοχώρι μετά του Γιάννη. Ο όνος του Παντελή έφερε την Δέσποιναν μετημφιεσμένην ως παίδα χωρικόν, ασφαλείας χάριν.