United States or Tuvalu ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξέρεις, μια βδομάδα τώρα καθόμουν απ' τη φράχτη μας κ' έβλεπα την καλλιέργεια πούκανε. Μα τι έκανε; Την κακή του ημέρα. Δέντρα, δέντρα, δέντρα· τον αποδάσωσε τον τόπο. Και τι; όλα ανάκατα, φύρδηνμίγδην. Σήμερα λοιπόν δε βάσταξα! Να χαθή, είπα· ας πάω να τον συμβουλέψω. Τι θα είπη πως μου πήρε το χτήμα· αύριο πάλε το παίρνω. — Σωστό· εψιθύρισε ο Δημητράκης σοβαρά.

ΚΡΕΩΝ Άνδρες Θηβαίοι, ως έμαθα πως ο Οιδίπους κατηγορίες βαρύτατες λένε μου ρίχνει, ήλθα επειδή δεν βάσταξα. Γιατί αν πιστεύη της δυστυχίας που του ’τυχε πως είμ’ αιτία ή πως κακό εγώ του ’καμα με λόγια ή μ’ έργα, δεν θέλω πιότερο να ζω μ’ αυτόν τον ψόγον, γιατί μικρή δεν έχω εγώ απ’ αυτόν ζημία° ζημία, νομίζω, υπέρτατη πως είνε οι φίλοι κακόν να μ’ ονομάσουνε.

Ένιωθα στα σπλάχνα μου ένα μαχαίρι να με σφάζη, από την πείνα. Αυτή κοιτάστηκε στα ποδάρια μου αναίστητη. Μήτε μιλιά, μήτε κρίση. Μια στιγμή δε βάσταξα. Της ρίχνουμαι, την πιάνω απ' το λαιμό με τα δόντια. Είχα γίνη άλλος άνθρωπος· θεριό μονάχο· ούτ' ήξερα τ' έκανα, ούτ' ήξερα τι μου γίνουνταν, ο Θεός να με συχωρέση.

Αμ' ο παπάς; Ο παπάς της Μεταμορφώσεως, ένας Άγιος Ονούφριος εκεί, τον πιάσανε που «κατέλυε» γάλα τη Μεγάλη Δευτέρα, γιατί του το είπαν, λέει, οι γιατροί. Μ' όλη την κοιλιά! Δε βάσταξα πια. Τον βρήκα παραόξω, κατά την «πρύμη της Εκκλησίας» και του λέω: «Παπά μου, κατάλυσα τράγο σήμερα κι' αύριο θαρθώ να κοινωνήσω». Με στραβοκύτταξε. Ήσαν κι' άλλοι μπροστά.

Δε βάσταξα: «Να όψεσαι, του λέω, πούχασα το παιδί μουΓυρίζει και μου λέει μέσα στον κόσμο: «Εγώ να όψωμαι για σεις που κάνετε τα προκομμένα τα παιδιά; Σαν κάνη ο γυιός σου παραλυσίες και μπεκριλίκια, τι σου φταίω εγώΆνοιξε η γη να με καταπιή. Με πήρε το παράπονο κι' άρχισα τα κλάματα καταμεσής στο παζάρι. «Με τα κλάματα δε βγαίνει τίποτε, γυρίζει πάλε και μου λέει.

Με ξέρεις εμένα. Την αλήθεια θα λέω κι' ας με κρεμάσουν. «Η αλήθεια σώσει υμάς». Το πρωί που ήρθε ο κύριος εργοστασιάρχης δε βάσταξα πια. — «Τι νέα, κυρ Νικολάκη, μου λέει. Καλά είσαι; — «Εγώ καλά είμαι, του λέω, μα το εργοστάσιό σου δεν είνε καλά. «Επληθύνθησαν αι ανομίαι». Δεν αρμενίζομε καλά. — «Γιατί; μου κάνει πάλιν σαν απορημένος.

Σε λίγο αντάμωσε έπειτα τον ξακουστό αδερφό του, 515 τον Έχτορα, ότι πήγαινε στον κάμπο να γυρίσει απ' όθες πριν ρωτιότανε με τ' ακριβό του τέρι. Πρώτος ο Πάρης έπιασε διο λόγια να μιλήσει «Πολύ σε βάσταξα, αδερφέ, κιας βιάζεσαι να σύρεις· άργησα, κι' όπως πρόσταξες δεν έφτασα στην ώρα

Οι λόγοι ούτοι συνεκίνησαν και μετέπεισαν τον Νεόφυτον, όστις είπε: — Σαν είν' ετσά, γούμενε, βάσταξά το λοιπόν δυνατά κι' όπου θ' αποθάνης εσύ θ' αποθάνω κ' εγώ. Η απειλή του πασά Ρεθύμνης ως τόσον δεν εξετελέσθη.