United States or Australia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διότι μερικαί δίδουν εις άλλας τα παιδιά των διά να τα μεγαλώσουν, και αυταί μεν τα αγαπούν διότι τα γνωρίζουν, δεν ζητούν όμως ανταπόδοσιν της αγάπης των, όταν δεν είναι δυνατόν να υπάρξουν και τα δύο, αλλά φαίνεται ότι είναι αρκετόν δι' αυτάς να τα βλέπουν να ευτυχούν, και τα αγαπούν, και αν ακόμη εκείνα δεν ημπορούν να αποδώσουν τίποτε από ό,τι πρέπει εις την μητέρα των, επειδή δεν την γνωρίζουν.

Δηλαδή και όσοι ατυχούν, έχουν ανάγκην βοηθείας, και όσοι ευτυχούν έχουν ανάγκην από συντρόφους και από ανθρώπους τους οποίους να ευεργετήσουν. Διότι έχουν επιθυμίαν να ευεργετούν. Και λοιπόν οι φίλοι είναι αναγκαιότατοι εις τας δυστυχίας, και διά τούτο εις αυτάς χρειάζονται οι φίλοι της χρησιμότητος, καλλίτεροι όμως είναι εις τας ευτυχίας και διά τούτο έκαστος ζητεί τους καλούς.

Οσάκις καρδία, συναισθανομένη ζωηρώς το ιερόν αίσθημα της υιικής αγάπης, διευθύνη τον βίον, η αγάπη των συγχρόνων και μεταγενεστέρων βεβαίως συνοδεύει αυτήν, ο δε βίος ευκόλως τότε αποκαθίσταται ευδαίμων και ένδοξος. Ο Επαμεινώνδας, αυτός ο μέγας πολίτης και ευεργέτης των Θηβών, διεκρίθη διά την προς τους γονείς του αγάπην, χαίρων οσάκις εκείνοι έχαιρον, και ευτυχών οσάκις εκείνοι ευτύχουν.

Αν όχι, έπρεπε να περιμείνουν ως που να την τελειώσουν οι γιοι τους, τ' αγγόνια, τα διγγόνια τους. Και όταν τα διγγόνια έφταναν στο σκοπό τους, θα χαιρόταν κ' εκείνων η ψυχή από ψηλά όπως κ' η δική του. Όταν οι απόγονοι ευτυχούν, οι πρόγονοι δοξάζονται. Η γενιά του Ευμορφόπουλου ήταν μεγάλη και παμπάλαιη. Στα πλούτη και στη δόξα μοναδική στον καιρό της. Χίλιοι την τραγουδούσαν, μύριοι τη θαύμαζαν.

Διότι αυτός ευεργετεί τους υπηκόους του, εάν βεβαίως είναι αγαθός και φροντίζη δι' αυτούς να ευτυχούν, καθώς ο ποιμήν διά τα πρόβατά του. Διά τούτο και ο Όμηρος ωνόμασε τον Αγαμέμνονα ποιμένα λαών. Τοιαύτη δε είναι και η πατρική σχέσις, αλλά διαφέρει μόνον ως προς το ποσόν των ευεργεσιών.

Και τωόντι έπεμψαν προς αυτούς πρέσβεις τινάς, αλλ' οι πρέσβεις επέστρεψαν άπρακτοι. Περιελθόντες εις άκραν αμηχανίαν επετίθεντο κατά του Περικλέους. Αναβάς δε εις το βήμα είπε ταύτα. Εγώ νομίζω, ότι πλειότερον τα άτομα είναι ευτυχή, όταν η πόλις όλη ευπραγή παρά εάν τα άτομα ευτυχούν, η δε πόλις αθρόα μαραίνεται.

Λοιπόν δι' αυτά πρέπει το εξής να σκέπτεται πας ανήρ και παις και γυνή διαρκώς, ότι δηλαδή ο γεροντότερος δεν είναι εις μικράν προτίμησιν από τον νεώτερον και εμπρός εις τους θεούς και εις τους ανθρώπους, οι οποίοι θέλουν να διατηρούνται και να ευτυχούν. Λοιπόν το να ιδή κανείς μίαν κακοποίησιν μέσα εις την πόλιν γενομένην από τον νεώτερον εις τον γεροντότερον είναι αισχρόν και θεομίσητον.

Ο άλλος πάλιν όλα αυτά ημπορεί να τα εκτελέση επιτηδείως και ταχέως, δεν ημπορεί όμως να ενδυθή με επιτηδειότητα ελευθέρου ανθρώπου, ουδέ εγνώρισε την αρμονίαν των λόγων, διά να εξυμνήση την αληθινήν ζωήν των θεών και των ανθρώπων που ευτυχούν. Θεόδωρος. Εάν, καλέ Σωκράτη, οι λόγοι σου έπειθαν όλους καθώς εμέ, θα επληθύνετο η ειρήνη εις τον κόσμον και θα ήτο μικροτέρα η δυστυχία. Σωκράτης.

Εκείνης ο πολύγνωμος απάντησε Οδυσσέας· «'Σ της γης τα πέρατα, ω γυνή, σέ ποιος θνητός θα ψέγη; ότιτον μέγαν ουρανόν η φήμη σ' έχει φθάσει· ομοίαν φήμην άπταιστος λαμβάνει βασιλέας, αν κυβερνά θεόφοβα λαόν πολύν και ανδρείον, 110 εις όλα δίκαιος· και η γη σιτοφορεί, τα δένδρα γέμουν καρπούς, τα πρόβατα καλογεννούν, και πλήθος ψάρια γεννά το πέλαγος, απ' την χαριτωμένη την βασιλεία, κ' ευτυχούν τα πλήθητην σκιά του. όθεν τώρατο σπίτι σου 'ς ό,τι άλλο εξέταζέ με, 115 αλλά μη την πατρίδα μου, το γένος μου, ερωτήσης μήπως η πολυστένακτη ψυχή μου πλημμυρήση από πικραίς ενθύμησαις, και μέσα εις σπίτι ξένο δεν πρέπει εγώ να μύρωμαι και να βαρυστενάζω· και άνθρωπος ατελεύτητα να κλαίη δεν συμφέρει· 120 μη κάποια δούλα σου, ή και συ, θυμώση και νομίση ότιτα δάκρυα πνίγομαι βαρύς από την μέθη».

Ως βλέπεις, πολλοί αγγελιαφόροι και υπηρέται του περιπολούν μεταξύ αυτών, πυρετοί διαφόρων ειδών και φθίσεις και περιπνευμονίαι, φόνοι και ληστείαι, δηλητήρια και δικασταί και τύραννοι. Αυτά ουδόλως τα σκέπτονται εν όσω ευτυχούν, άμα δε η τύχη των μεταβληθή, αρχίζουν να κλαίουν και να οδύρωνται.