Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Έν αφιλότιμον όπλον το οποίον αφού δεν ενικήθη από τα Γκέκικα καρυοφύλλια άφησε να νικηθή τόρα από έν ευτελές όπλον ενός σταυρωτή!. . Κ' αίφνης η φαντασία του γέροντος υπερθερμανθείσα ήρχισε να εκλαμβάνη αυτό ωσεί έμψυχον· εύρισκεν επάνω του μοχθηράν υπουλότητα, επίπλαστον αγιωσύνην διά της οποίας τον ηπάτα επί τόσα έτη, ανάνδρως!

Βέβαια· διά να έχη τόσον εγωισμόν διά τα πλεονεκτήματά του όπλου θα ειπή ότι με αυτό έτρεφεν όλας τας ελπίδας του, εις αυτό εστήριζεν όλην την ανδρείαν και την φήμην του. . . Κ' ενώ τον ήκουεν ούτω ομιλούντα ο γέρων ήρχισε να αισθάνεται αηδίαν και να τον παρομοιάζη προς κανένα τενεκέν της νεωτέρας κοινωνίαςπάντοτε της νεωτέρας, διότι εις την ιδικήν του δεν υπήρχον τενεκέδες — ο οποίος λαμβάνει γυναίκα με τ' όνομα και την περιουσίαν της οποίας να παρουσιάζεται αυτός εις τον κόσμον!. . . Κ' έλεγεν ο ενωμοτάρχης ότι με τοιούτον όπλον δεν εφοβείτο ούτε τον Θεόν.

Ο θείος μάτια είχε μόνον διά την αίγαγρον, η οποία με το μικρόν της εφαίνετο εις την αντικρυνήν του βράχου χαράδραν· ο Ρούντυ εκάρφωσε το 'μάτι του επάνω εις το πτηνόν και το εκατάλαβε πλέον τι ήθελε· εστάθη λοιπόν έτοιμος για να τραβήξη το όπλον.

Και συγχρόνως έστρεψε το όπλον εναντίον του στήθους του ενωμοτάρχου. Ο Παπαθεοδωρακόπουλος απέμεινεν έκπληκτος. Μόλις τόρα ενόει οποίον κλονισμόν επέφεραν οι λόγοι του εις την ψυχήν του γέροντος και πού ηδύνατο να φθάση αυτή του η παραφορά. Εγνώρισε μόνος του τόρα ότι δεν επεδέχετο πλέον αστεϊσμούς η συζήτησις κ' εσκέφθη διά μαλακού τρόπου ν' αποφύγη την σύγκρισιν.

— Η αράδα μου τόρα. . . Ο γέρων δεν είχε κατά νουν να υποχωρήση. Είνε αληθές ότι εθαύμασε και την ευθυβολίαν του όπλου και του ενωμοτάρχου την οξυδέρκειαν· είνε αληθές ότι αυτός δεν εδοκίμασε ποτέ από τοιαύτης αποστάσεως το καρυοφύλλι του· αλλ' η ιδέα ότι ήτο ιδικόν το όπλον, όπλον της εποχής του, εδέσποζε του πνεύματος του απαρασάλευτος.

Το πνεύμα σου, το στόλισμα κι' αγάπης και μορφής σου, εις τα στραβά σε οδηγεί, αντί να σε φωτίζη, κι' απ' την ανοησίαν σου παίρνει φωτιά κι' ανάπτει, ωσάν πυρίτις εις φλασκί ατέχνου στρατιώτου· κ' εκείνο που είν' όπλον σου, το κάμνεις θάνατόν σου! Εξύπνησε, ω άνθρωπε, και ζη η Ιουλιέτα, που τώρα εξ αιτίας της ζητούσες ν' αποθάνης.

Ο στρατιώτης δεν απεκρίθη γρυ, αλλ' έσφιγγε το όπλον του και εσιωπούσε. Το πλοιάριον εξηκολούθει να τρέχη εμπρός. Ο δε ποντικός έτρεχε κατόπιν και εφώναζε: — Πιάσετέ τον, πιάσετέ τον, δεν έχει διαβατήριον! Πιάσετέ τον!

Δεν θα ηδύνατο ουδέ βήμα να κάμη χωρίς να έχη κατόπιν του τους ψιλούς και εκείνους οίτινες μη έχοντες κανέν όπλον θα τον προσέβαλλον διά βελών, ακοντίων, λίθων και σφενδονών. Δεν θα ηδύνατο δε και να προχωρήση κατά των στρατιωτών τούτων, διότι και φεύγοντες είχον υπεροχήν, και άμα αυτός υπεχώρει θα τον προσέβαλλον εκ των όπισθεν.

Το ήκουε πάλιν τόρα μετά δέκα έτη, και ανεγνώριζε τον ήχον, αν και δεν εγνώριζε το όπλον ειμή κατά παράδοσιν.

Το ευτελές όπλον ενός ασήμου ενωμοτάρχου ενίκησε το εξακουστόν όπλον του γέροντος Χειμάρρα, όπως εις το παραμύθι συμβαίνει ο λεπρός βουκόλος να νικά τον ανδρειωμένον της Γκιόνας. — Ά-χούχα!. . .

Λέξη Της Ημέρας

στάθη

Άλλοι Ψάχνουν