United States or Peru ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βλέποντας το πλήθος των φώτων που κινούνταν κι οπώρχουνταν κατ' απάνω με σάλαγο και με χλαλοή οι άγρυπνοι του κάστρου φυλαχτάδες, νοιώθουν πως οι Αλαμανοί χούμησαν να τους πατήσουν· κράζουνε στ' άρματα το λαό, κ' οι πολεμιστάδες τετραπάνωτοι, πλακώνουν κι αραδιάζονται αρματωμένοι κι ακράτητοι απάνω στες τάπιες.

Δε μου το ξηγάς; — Γιατί όχι· χαρά μου είνε να σε ξαναφέρω πάλε στη μάννα σου. Για ποιόν άλλον τόκαμα το κέντημα παρά για σένα. Να, βλέπεις εδώ το μεγάλο κύκλο με τα ρουμπίνια. — Ναι, τον βλέπω· παίζουν γλυκόχρωμα στα μάτια μου τα ρουμπίνια· μα στέλνουν και κάποια αρμονία στην ψυχή μου. Μην είνε αίματα και χλαλοή πολέμου; — Είνε ο κύκλος ο Ακριτικός· κάθε ρουμπίνι και ήρωας.

Μα θέλω να μου πήτε πρώτα· να βρέξη θέτε, ή να μη βρέξη;... Ήταν καιρός, που άλλοι είχαν ταραποσίτια στις λιάστρες· άλλοι τις ελιές τους στο φούσκωμα· άλλ' ήθελαν να οργώσουν, να σπείρουν, και τέτοια. Άρχισαν, το λοιπόν, μες την εκλησιά φωνές, κακό. Οι μισοί να βρέξη, κ' οι μισοί να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς!

Βλέποντας το πλήθος των φώτων που κινούνταν κι οπώρχουνταν κατ' απάνω με σάλαγο και με χλαλοή οι άγρυπνοι του κάστρου φυλαχτάδες, νοιώθουν πως οι Αλαμανοί χούμησαν να τους πατήσουν κράζουνε στ’ άρματα το λαό, κ' οι πολεμιστάδες τετραπάνωτοι πλακώνουν κι αραδιάζονται αρματωμένοι κι ακράτητοι απάνω στες τάπιες.

Κάτι κακό θάρχεψε, λέει ο πατέρας και κοντοστέκεται με τη χαψιά στό στόμα του. — Χστός και Παναγιά! Σταυροκοπιέται η μάννα. Εμείς τα παιδιά επανιάσαμαν. Και μονομιάς χλαλοή και τρεχάματα επλημμύρισαν τους δρόμους. Πετιούμαστε με τον πατέρα στό δρόμο να μάθουμε. Όλ' έτρεχαν κατά την Μητρόπολη. Τους πρώτους που απαντούμε τους ρωτάμε τι γίνεται. — Ανοίγουν η εκκλησιές, μας λέγουν.

Έκλεισε τη λειτουργία και δώθε παν οι άλλοι. — Ε, παιδιά μου, τους λέει, την άλλην Κυριακή. Ήρθε κ' η άλλη Κυριακή. Απολείτουργα βγήκε πάλι ο Παπάς και τους ρώτησε το ίδιο πάλι· να βρέξη, ή να μη βρέξη; Κείνοι άρχισαν τα ίδια πάλι. Άλλοι να βρέξη, κι άλλοι να μη βρέξη. Άλλοι ναι, κι άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό. Τι να κάμη κι ο βλογημένος ο Παπάς!

Κλει τη λειτουργία πάλι, και δώθε παν οι άλλοι. — Ε, παιδιά μου, τους κάνει, την πιριάλλην Κυριακή. Έρχεται κ' η πιριάλλη Κυριακή. Απολείτουργα βγαίνει ο Παπάς, και τους ρωτάει το ίδιο πάλι· να βρέξη ή να μη βρέξη; Κείνοι τα ίδια και τα ίδια. Άλλοι να βρέξη, άλλοι όχι! Χλαλοή μεγάλη, φωνοκόπι τρανό.

Πάρε τραγούδι μου φτερά, σύρετο Κακοσούλι, Κι' αν δης να γίνη χλαλοή, κ' αν δης να πέσουν δάκρυα, Πέτ' από 'κεί χαρούμενοΑνατολή και Δύσι Να διαλαλήσης δυνατάτον κόσμο πέρα ως πέρα, Ότι, το Σούλι ακόμη ζη, ότ' είν' ακόμα ελπίδα. Κι' αν βρης νεκρίλα κ' ερημιά, κι' αν δεν ακούσης κλάυμα, Γύρνα τραγούδι μου φτωχό, κι' είνε θεϊκή κατάρα.

Μα άκου, απ' τη μάχη αν τραβηχτείς ή πας και ξελογιάσεις κάνα άλλονε κι' οχ τη σφαγή τόνε γυρίσεις πίσω, σ' έφαγα εφτύς καρφώνοντας μες στην καρδιά σου τ' όπλο250 Είπε και κίνησε μπροστά, κι' οι άλλοι ακολουθούσαν με χλαλοή που κούφαινε.